Επιστημονικές έρευνες έρχονται να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου, υπογραμμίζοντας ότι και οι άνδρες διαθέτουν βιολογικό ρολόι το οποίο, όπως και στην περίπτωση των γυναικών, χρειάζεται να το σέβονται, αν θέλουν να αποκτήσουν δικά τους παιδιά.

Αν και ο Anthony Quinn έγινε πατέρας στα 81 του, ο Charlie Chaplin απέκτησε το τελευταίο του παιδί στα 73 του, ο Mick Jagger υποδέχθηκε στα 73 του το όγδοο παιδί του, ο διάσημος κωμικός Steve Martin έγινε πατέρας για πρώτη φορά στα 67 του χρόνια και ο Clint Eastwood έκανε την κόρη του στα 66 του, οι ειδικοί τονίζουν ότι όλες αυτές οι περιπτώσεις δεν αποτελούν τον κανόνα αλλά την εξαίρεση.

Βέβαια, εκτός από το Χόλιγουντ πολλά είναι τα παραδείγματα και στην Ελλάδα, με γνωστούς Ελληνες να αποκτούν παιδιά σε αρκετά μεγάλη ηλικία.

Ολοι αυτοί οι άνδρες λοιπόν που απέκτησαν παιδιά μετά τα 60 τους βοήθησαν άθελά τους στο να χτιστεί ένας μεγάλος μύθος. Ο μύθος που λέει ότι η ανδρική – σε αντίθεση με τη γυναικεία γονιμότητα – κρατάει για πάντα.

Οι άνδρες δεν πρέπει να καθυστερούν την πατρότητα

Ερευνα που έγινε σε 4.300 ζευγάρια που βρίσκονταν σε διαδικασία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, έδειξε ότι οι άνδρες έχουν βιολογικό ρολόι και ότι μάλιστα αρχίζει να χτυπάει σχετικά νωρίς. Η έρευνα διεξήχθη από το Κέντρο Αναπαραγωγικής και Γενετικής Υγείας του Λονδίνου και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πιθανότητα να γεννηθεί ένα παιδί πέφτει κατά το 1/3 όταν ο πατέρας είναι μεγαλύτερος από 50 ετών. Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στην Ιατρική Επιθεώρηση «Acta Obstetricia et Gynecologica Scandinavica» και ο δρ Guy Morris, από το Κέντρο Αναπαραγωγικής και Γενετικής Υγείας, τόνισε, εξηγώντας τη σημασία των αποτελεσμάτων, ότι θα έπρεπε να δίνεται ένα ξεκάθαρο μήνυμα στους άνδρες από την ιατρική κοινότητα και ότι αυτό είναι να μην καθυστερούν να αποκτήσουν παιδιά. Ο δρ Guy Morris εξήγησε επίσης ότι οι άνδρες τείνουν να παρασύρονται από τους διάσημους που αποκτούν παιδιά σε μεγάλη ηλικία θεωρώντας ότι αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις.

Η ποιότητα του σπέρματος μειώνεται από τα 20 και μετά

Αυτό που μπερδεύει τους άνδρες είναι ότι συνεχίζουν να παράγουν σπέρμα και δεν μπορούν να καταλάβουν πώς – αφού έχουν σπέρμα – θα μπορούσαν να δυσκολευτούν να αποκτήσουν ένα υγιές παιδί.

Ομως οι ειδικοί τονίζουν ότι η ποιότητα του σπέρματος αρχίζει να μειώνεται ακόμα και από τα 20 και μετά, το ίδιο συμβαίνει και με την τεστοστερόνη που αρχίζει να πέφτει από τα 30 και μετά, ενώ παράλληλα και άλλοι παράγοντες επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα του σπέρματος.

Αυτό μας το δείχνουν άλλωστε και όλες οι έρευνες σχετικά με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή: Οταν ένα ζευγάρι αντιμετωπίζει πρόβλημα να συλλάβει φυσιολογικά, στο 1/3 των περιπτώσεων η «ευθύνη» πέφτει στον άνδρα, στο 1/3 στη γυναίκα και στο άλλο 1/3 η αιτιολογία είναι άγνωστη.

Οπότε γίνεται προφανές ότι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν τις ίδιες πιθανότητες να «ευθύνονται» για την υπογονιμότητα, παρά το γεγονός ότι συνήθως η γυναικεία γονιμότητα είναι εκείνη που αμφισβητείται και διερευνάται.

Η ηλικία αντιστρόφως ανάλογη με τη γονιμότητα

Οι επιστήμονες εξηγούν ότι θα πρέπει να δούμε το ανδρικό αναπαραγωγικό σύστημα ως ένα εργοστάσιο παραγωγής σπερματοζωαρίων. Οσο περνούν τα χρόνια το εργοστάσιο δεν λειτουργεί το ίδιο καλά και η ποιότητα του σπέρματος πέφτει, με αποτέλεσμα να είναι πιο πιθανό, εφόσον υπάρξει γονιμοποίηση, το έμβρυο να μην είναι υγιές.

Από την άλλη πλευρά οι γυναίκες είναι σαν μία αποθήκη ωαρίων, οπότε δεν μπορούν να παραγάγουν περισσότερα ωάρια, ούτε να βελτιώσουν την ποιότητά τους, αλλά μπορούν να τη διατηρήσουν αποφεύγοντας επιβαρυντικούς παράγοντες όπως το κάπνισμα, το αλκοόλ, η παχυσαρκία κ.λπ.

Σε κάθε περίπτωση η γυναικεία γονιμότητα πέφτει αισθητά μετά τα 35 ενώ η ανδρική κάνει μία μεγάλη βουτιά αργότερα, μετά τα 45 ή τα 50.

Παρ’ όλα αυτά, πολλοί γιατροί ισχυρίζονται ότι και η ανδρική «κατηφόρα» μπορεί να ξεκινά μετά τα 30, ειδικά όταν οι άνδρες δεν βελτιώνουν τις κακές τους συνήθειες (π.χ. κακή διατροφή, παχυσαρκία, κάπνισμα, αλκοόλ κ.λπ.).

Οσο περνούν τα χρόνια η ποσότητα και η ποιότητα του σπέρματος χειροτερεύουν

Ερευνες έχουν δείξει ότι ο αριθμός των σπερματοζωαρίων των ανδρών στις δυτικές χώρες έχει μειωθεί κατά 59% από το 1973 μέχρι το 2011. Την ίδια αρνητική εικόνα παρουσιάζει και η ποιότητα του σπέρματος (αφού το σπερματικό DNA ανιχνεύεται συχνά κατακερματισμένο στις σχετικές εξετάσεις).

Αυτή η μείωση στην ποσότητα και στην ποιότητα έχει συμβεί για διάφορους λόγους, όπως είναι για παράδειγμα η έκθεση στη ρύπανση και σε διάφορους τοξικούς παράγοντες.