Οταν ο Αγγλος Εντουαρντ Τζένερ, συνεχίζοντας τις μελέτες και προόδους των Ελλήνων Ιάκωβου Πυλαρινού και του Εμμανουήλ Τιμόνη, δημιούργησε το 1796 το πρώτο εμβόλιο στην ιστορία της ανθρωπότητας, κατά της ευλογιάς, που σκότωνε εκείνη την εποχή το 20% των κατοίκων των πόλεων, συνάντησε πολλές αντιδράσεις και διαφωνίες. Από τότε μέχρι σήμερα πολλά άλλαξαν –χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι εκριζώθηκε η ευλογιά.

Κάποιοι όμως συνεχίζουν να αρνούνται να κάνουν το εμβόλιο; Γιατί;

«Εχουμε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα», «Ψάχνουμε λόγους για να διαφωνούμε και να τσακωνόμαστε», «Εσείς φταίτε», «Δεν μπορείτε να μας υποχρεώσετε», «Τους έχουν κοροϊδέψει», «Δεν έχω πειστεί», «Κινδυνεύουν», «Φοβάμαι»…

Και ο κατάλογος των φράσεων που κυριαρχούν το τελευταίο διάστημα, αναφερόμενες στον εμβολιασμό και στη στάση του καθενός από εμάς απέναντι στα εμβόλια κατά της COVID-19, συνεχίζεται μακρύς.

Τα εμβόλια, που η ανθρωπότητα περίμενε με κομμένη την ανάσα ελπίζοντας ότι έτσι θα ξαναξεκινήσει η ζωή μας, που είχε μπει στην αναμονή, και τα οποία έφτασαν, βελτιώνοντας αλλά όχι εξαφανίζοντας την εικόνα της πανδημίας.

Βέβαια οι άνθρωποι που αντιτίθενται στον εμβολιασμό δεν προέκυψαν τώρα, με την πανδημία του κορωνοϊού, ούτε δείχνουν αμφισβήτηση και σκεπτικισμό τον τελευταίο χρόνο μόνο.

Ο αντιεμβολιασμός, που περιγράφει την κοινωνική στάση αμφισβήτησης της αναγκαιότητας, χρησιμότητας, ασφάλειας και αποτελεσματικότητας των εμβολίων και ο οποίος οδηγεί σε διστακτική εφαρμογή ή άρνησή τους, ξεκινά την ιστορία του μαζί με εκείνη των εμβολίων.

Στο μυαλό εκείνων που αρνούνται

Οι ειδικοί εξηγούν κατ’ αρχάς ότι οι άνθρωποι που είναι επιφυλακτικοί απέναντι στους εμβολιασμούς συγκροτούν μία ετερογενή ομάδα με μεγάλη διακύμανση στον βαθμό της επιφυλακτικότητάς τους.

Ετσι, υπάρχουν άτομα που δέχονται όλους τους εμβολιασμούς αλλά εξακολουθούν να έχουν ανησυχίες σε σχέση με αυτούς, άτομα που δεν δέχονται ή καθυστερούν μόνο συγκεκριμένα εμβόλια αλλά αποδέχονται κάποια άλλα, και άτομα που είναι αρνητικά σε οποιονδήποτε εμβολιασμό.

Συχνά πρόκειται για ανθρώπους που έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο και οι οποίοι έχουν δαπανήσει αρκετό χρόνο για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τα εμβόλια, καταλήγοντας τελικά να μην εμβολιαστούν / ή να μην εμβολιάσουν τα παιδιά τους. Γιατί όμως; Σύμφωνα με τις σύγχρονες μελέτες, φαίνεται ότι κάποιοι άνθρωποι:

* Τείνουν να αγνοούν τον κίνδυνο ακριβώς επειδή δεν τον βλέπουν μπροστά τους. Τα εμβόλια έχουν πέσει θύμα της ίδιας τους της επιτυχίας αφού υπάρχουν για να μας προστατεύουν από επικίνδυνες ασθένειες που δεν συναντάμε πια (επειδή έχουν σχεδόν εξαλειφθεί χάρη στα εμβόλια) και έτσι δεν τις φοβόμαστε πλέον.

* Πιστεύουν ότι υπάρχουν οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα πίσω από τους εμβολιασμούς (π.χ. ο πλουτισμός των φαρμακευτικών εταιρειών ή ακόμα και μία παγκόσμια συνωμοσία για τον έλεγχο του πληθυσμού).

* Λειτουργούν με σκεπτικισμό απέναντι σε κάθε κοινωνική επιταγή, μία εκ των οποίων είναι και η συμμόρφωση με το εθνικό σύστημα εμβολιασμού.

* Δεν ενημερώνονται από τους κατάλληλους ειδικούς αλλά εμπιστεύονται αμφιλεγόμενους επιστήμονες ή και άλλους μη ειδικούς (π.χ. θρησκευτικούς ηγέτες) που είναι πιθανό να προσφέρουν ελλιπή, λανθασμένη ή καταστροφολογική πληροφόρηση.

* Δεν εμπιστεύονται την «κλασική» ιατρική και δείχνουν μια προτίμηση σε εναλλακτικές θεραπευτικές μεθόδους, με αποτέλεσμα να αποφεύγουν τα φάρμακα και τα εμβόλια.

* Εφησυχάζουν σκεπτόμενοι ότι εφόσον εμβολιάζονται οι υπόλοιποι δεν χρειάζεται να εμβολιαστούν οι ίδιοι.

* Ανησυχούν για τις επιπτώσεις. Οι έρευνες δείχνουν ότι αρκετοί γονείς δεν εμβολιάζουν τα παιδιά τους επειδή ανησυχούν για την ασφάλεια των ουσιών από τα οποία δημιουργούνται ή πιθανώς περιέχουν τα εμβόλια, ενώ παράλληλα φοβούνται για τις παρενέργειες που μπορεί να επιφέρουν στον οργανισμό οι ουσίες αυτές.

* Φοβούνται τις βελόνες, το αίμα ή και την όποια επαφή με τα νοσοκομεία και τους ειδικούς της υγείας.

* Είναι αναποφάσιστοι και αναβλητικοί. Ετσι, χρειάζονται αρκετό χρόνο για να σκεφτούν, να διερευνήσουν και να συζητήσουν πριν τη λήψη κάποιας απόφασης για ένα κρίσιμο θέμα, όπως ο εμβολιασμός. Σε αυτή τη διαδικασία είναι πιθανό να χάσουν το κίνητρό τους, να μπερδευτούν και τελικά να μην μπορέσουν να καταλήξουν σε μία οριστική απόφαση.

Τι δείχνουν τα νούμερα

Σε πρόσφατη μελέτη που διεξήχθη σε 18 ευρωπαϊκές χώρες σε γονείς παιδιών ηλικίας 1-4 ετών, 20% των γονέων είχε καθυστερήσει και 12% είχε αρνηθεί τον εμβολιασμό. Στην Ελλάδα το ποσοστό των επιφυλακτικών γονέων καταγράφηκε στο 33%.

Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τη δρα Ναταλία Κουτρούλη, ψυχολόγο με εκπαίδευση στη Γνωσιακή Ψυχοθεραπεία και στη Συμβουλευτική.