Στο «στόχαστρο» του κοροναϊού φαίνεται ότι μπαίνει και το πνευμονογαστρικό νεύρο, ένα από τα πιο σημαντικά νεύρα του σώματός μας, και στην προσβολή του από τον ιό, μπορούν πιθανότατα να αποδοθούν πολλά από τα συμπτώματα της μακράς COVID, που ταλαιπωρούν τους ασθενείς για αρκετούς μήνες μετά την αποδρομή της οξείας λοίμωξης.

Η διαπίστωση προκύπτει από νέα έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Germans Trias i Pujol της Βαρκελώνης και η οποία θα παρουσιαστεί τον ερχόμενο Απρίλιο στο φετινό Ευρωπαϊκό Συνέδριο Κλινικής Μικροβιολογίας και Λοιμωδών Νοσημάτων στη Λισαβόνα.

Το πνευμονογαστρικό είναι ένα από τα πιο πολυλειτουργικά νεύρα του σώματός μας. Ξεκινά από τον εγκέφαλο και φτάνει ως το έντερο, περνώντας από την καρδιά, τους πνεύμονες, αλλά και από μύες που βρίσκονται στις περιοχές αυτές όπως αυτοί που είναι υπεύθυνοι για την δυνατότητά μας να καταπίνουμε. Ευθύνεται για μεγάλο εύρος σωματικών λειτουργιών, όπως ο έλεγχος του καρδιακού παλμού, της ομιλίας, του αντανακλαστικού της φίμωσης που προκαλεί σύσπαση του λαιμού για πρόληψη του πνιγμού, τη μεταφορά τροφής από το στόμα στο στομάχι, τη μεταφορά της τροφής μέσω των εντέρων, την εφίδρωση κλπ.

Η μακρά COVID είναι ένα σύνδρομο που μπορεί να προκαλέσει αναπηρία και αφορά περίπου το 10-15% των ατόμων που επιβιώνουν από την COVID-19.

Οι ερευνήτριες Δρ Τζέμα Λιαντός και δρ Λούρδη Ματέου και οι συνεργάτες τους αναφέρουν ότι δυσλειτουργία στο πνευμονογαστρικό νεύρο εξαιτίας του κοροναϊού, θα μπορούσε να εξηγήσει ορισμένα μακροχρόνια συμπτώματα του COVID, όπως δυσφωνία (επίμονα φωνητικά προβλήματα), δυσφαγία (δυσκολία στην κατάποση), ζάλη, ταχυκαρδία (ασυνήθιστα υψηλός καρδιακός ρυθμός), ορθοστατική υπόταση (χαμηλή αρτηριακή πίεση) και διάρροια.

Για να το διαπιστώσουν, πραγματοποίησαν μια πιλοτική, εκτενή μορφολογική και λειτουργική αξιολόγηση του πνευμονογαστρικού νεύρου, χρησιμοποιώντας απεικονιστικά και λειτουργικά τεστ για την παρατήρηση μιας ομάδας ατόμων με μακρά COVID με συμπτώματα που υποδηλώνουν δυσλειτουργία του νεύρου αυτού. Στην ομάδα των 348 ασθενών, 228 (66%) είχαν τουλάχιστον ένα σύμπτωμα που υποδηλώνει τη συγκεκριμένη δυσλειτουργία.

Η τρέχουσα αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε στα πρώτα 22 άτομα με συμπτώματα δυσλειτουργίας του πνευμονογαστρικού νεύρου (10% του συνόλου) που παρατηρήθηκαν στην Κλινική Long COVID του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Germans Trias i Pujol μεταξύ Μαρτίου – Ιουνίου 2021. Η μελέτη βρίσκεται σε εξέλιξη και νέοι ασθενείς συνεχίζουν να εντάσσονται σε αυτήν.

Από τα 22 άτομα που μετείχαν σε αυτό το στάδιο της ανάλυσης, τα 20 (91%) ήταν γυναίκες με διάμεση ηλικία τα 44 έτη.

Τα πιο συχνά συμπτώματα που σχετίζονται με το πνευμονογαστρικό νεύρο ήταν: διάρροια (73%), ταχυκαρδία (59%), ζάλη, δυσφαγία και δυσφωνία (από 45% η κάθε δυσχέρεια) και ορθοστατική υπόταση (14%).

Σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες (19 άτομα ή το 86% αυτών) είχαν τουλάχιστον 3 συμπτώματα που σχετίζονταν με το πνευμονογαστρικό νεύρο.

Η διάμεση προηγούμενη διάρκεια των συμπτωμάτων ήταν 14 μήνες.

Έξι από τους 22 ασθενείς (27%) εμφάνισαν αλλοίωση του πνευμονογαστρικού νεύρου στον αυχένα, όπως διαπιστώθηκε από τον υπέρηχο – φάνηκε πάχυνση του νεύρου και αυξημένη «ηχογένεια» που υποδηλώνει ήπιες φλεγμονώδεις αντιδραστικές αλλαγές.

Ένα υπερηχογράφημα θώρακος έδειξε επιπέδωση στις «διαφραγματικές καμπύλες» σε 10 από τα 22 άτομα (το 46%), γεγονός που σημαίνει μείωση της κινητικότητας στο διάφραγμα κατά την αναπνοή, δηλαδή μη φυσιολογική αναπνοή). Συνολικά 10 από τα 16 άτομα (το 63%) που αξιολογήθηκαν εμφάνισαν μείωση στις μέγιστες πιέσεις εισπνοής, δείχνοντας αδυναμία των αναπνευστικών μυών.

Η διατροφική και η πεπτική λειτουργία επηρεάστηκε επίσης σε ορισμένους ασθενείς, με τους 13 από τους 18 που αξιολογήθηκαν (το 72%) να αντιλαμβάνονται οι ίδιοι ότι παρουσιάζουν δυσκολία στην κατάποση (στοματοφαρυγγική δυσφαγία). Μια αξιολόγηση της γαστρικής και της εντερικής λειτουργίας που πραγματοποιήθηκε σε 19 ασθενείς αποκάλυψε ότι 8 (42%) είχαν μειωμένη ικανότητα παροχής τροφής στο στομάχι (μέσω του οισοφάγου), με 2 από αυτούς τους 8 (25%) να αναφέρουν δυσκολία στην κατάποση. Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση παρατηρήθηκε σε 9 από τα 19 άτομα (το 47%), με τους τέσσερις από τους εννέα, δηλαδή το 44% αυτών να δυσκολεύονται να μεταφέρουν τροφή στο στομάχι και τους τρεις από τους εννέα (το 33%) να εμφανίζουν διαφραγματοκήλη.

Εφαρμόζοντας έναν τυπικό τρόπο μέτρησης της φωνητικής λειτουργίας, διαπίστωσαν προβλήματα στους 8 από τους 17 συμμετέχοντες ή το 47%. Τα 7 από τα 8 άτομα (88%) υπέφεραν από δυσφωνία.

Οι συγγραφείς επεσήμαναν ότι: «Σε αυτήν την πιλοτική αξιολόγηση, τα περισσότερα άτομα με μακρά COVID και συμπτώματα δυσλειτουργίας του πνευμονογαστρικού νεύρου είχαν μια σειρά από σημαντικές, κλινικά σχετικές, δομικές και/ή λειτουργικές αλλοιώσεις όπως πάχυνση του νεύρου, δυσκολία στην κατάποση και συμπτώματα εξασθενημένης αναπνοής. Τα μέχρι στιγμής ευρήματα δείχνουν τη δυσλειτουργία του πνευμονογαστρικού νεύρου ως κεντρικό παθοφυσιολογικό χαρακτηριστικό της μακράς COVID».