Τα τελευταία χρόνια είναι πολύ διαδομένες οι δίαιτες με πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και υψηλή σε λιπαρά και πρωτεΐνη. Τα εν λόγω διατροφικά σχήματα προσομοιάζουν στη λεγόμενη κετογονική δίαιτα, ένα μοντέλο διατροφής που χρησιμοποιείται από τους ειδικούς επιστήμονες για συγκεκριμένους ιατρικούς σκοπούς.

Η εφαρμογή της με στόχο την απώλεια βάρους φαίνεται ότι μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, ωστόσο δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά η μακροπρόθεσμη προοπτική τους.

Διαβάστε επίσης: Μέτρηση θερμίδων VS αίσθημα κορεσμού: Πού να εστιάσουμε για να χάσουμε βάρος;

Πέρα όμως από τη μονιμότητα του αποτελέσματος νέα επιστημονικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν πρόσφατα στο Παγκόσμιο Συνέδριο Καρδιολογίας έρχονται να συσχετίσουν διατροφικά σχήματα τύπου κετογονικής δίαιτας με πιθανό κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα.

Σύμφωνα με ερευνητές από το Πανεπιστήμιο British Columbia στο Βανκούβερ του Καναδά, σε μια νέα μελέτη παρατήρησης η κατανάλωση μιας δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες και υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, που προσομοιάζει στην κετογονική, συσχετίστηκε με αύξηση των επιπέδων LDL χοληστερόλης και διπλάσια αύξηση του κινδύνου για μελλοντικά καρδιαγγειακά επεισόδια.

Τι παρατήρησαν οι ερευνητές

Η δίαιτα που ακολουθήθηκε ήταν χαμηλή σε υδατάνθρακες (όχι περισσότερο από το 25% της συνολικής ημερήσιας ενέργειας) και υψηλή σε λιπαρά (περισσότερο από το 45% των συνολικών ημερήσιων θερμίδων από λίπος).

Στη μελέτη αυτή οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από τη UK Biobank, μια μεγάλης κλίμακας προοπτική βάση δεδομένων, με πληροφορίες για την υγεία από άνω του μισού εκατομμυρίου ανθρώπους που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και παρακολουθήθηκαν για τουλάχιστον 10 χρόνια.

Κατά την εγγραφή τους στην Biobank οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα 24ωρο ερωτηματολόγιο διατροφικών συνηθειών και ταυτόχρονα έγινε λήψη αίματος για να ελέγξουν τα επίπεδα χοληστερόλης τους.

Οι ερευνητές εντόπισαν 305 συμμετέχοντες των οποίων οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο έδειξαν ότι ακολουθούσαν μια δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες και υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά. Από τον πληθυσμό της μελέτης το 73% ήταν γυναίκες και η μέση ηλικία ήταν τα 54 έτη.

Οσοι ακολουθούσαν δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες/υψηλά λιπαρά είχαν υψηλότερο μέσο δείκτη μάζας σώματος (27,7 έναντι 26,7) και υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης διαβήτη (4,9% έναντι 1,7%).

Αυτή είναι η πρώτη μελέτη που καταδεικνύει μια συσχέτιση μεταξύ μιας διατροφικής πλατφόρμας περιορισμένης σε υδατάνθρακες με μεγαλύτερο κίνδυνο αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου.

Ωστόσο απαιτείται περισσότερη έρευνα. Μάλιστα, όπως οι ειδικοί επιστήμονες επισημαίνουν, «οι άνθρωποι που ακολουθούσαν τη δίαιτα τύπου κετογονικής σε αυτή τη μελέτη ήταν διαφορετικοί από εκείνους που ακολουθούσαν την τυπική δίαιτα και την ακολουθούσαν για κάποιον λόγο – ήταν πιο υπέρβαροι, είχαν υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης διαβήτη, επομένως το προφίλ κινδύνου τους ήταν εντελώς διαφορετικό».

Δεν υπάρχουν δίαιτες για όλους

Γενικότερα αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι μπαίνοντας σιγά-σιγά στη «σεζόν της δίαιτας είναι σημαντικό να συμβουλευόμαστε κάποιον ειδικό πριν ακολουθήσουμε κάποια διατροφή.

Κάθε διατροφικό σχήμα θα πρέπει να προσαρμόζεται με βάση τις ανάγκες του εκάστοτε οργανισμού, με στόχο μια ασφαλή απώλεια βάρους με μακροπρόθεσμη προοπτική