Οι επιστήμονες μελετούν εδώ και χρόνια τα ανθρώπινα μάτια και συγκεκριμένα το μέγεθος των κορών, για να κατανοήσουν την προσοχή, τα συναισθήματα, ακόμη και ιατρικές καταστάσεις. Και πρόσφατα, μια νέα έρευνα αποκάλυψε ότι οι κόρες μας αλλάζουν μέγεθος σε συγχρονισμό με την αναπνοή μας.

Οι κόρες των ματιών μας δεν είναι ποτέ στατικές· προσαρμόζονται συνεχώς ως απάντηση σε εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Ο πιο γνωστός είναι το φως- τα μάτια ελέγχουν την ποσότητα που εισέρχεται, ακριβώς όπως θα έκανε μια κάμερα. Μπορούμε εύκολα να το δοκιμάσουμε και μόνοι μας. Αν κοιτάξουμε στον καθρέφτη και φωτίσουμε τα μάτια μας, θα δούμε τις κόρες τους να συστέλλονται. Αυτή η διαδικασία επηρεάζει άμεσα την οπτική αντίληψή μας. Οι διευρυμένες κόρες των ματιών, μας βοηθούν να ανιχνεύουμε αντικείμενα αμυδρά, ιδιαίτερα στην περιφερειακή μας όραση, ενώ οι μικρότερες κόρες ενισχύουν την ευκρίνεια, βελτιώνοντας εργασίες όπως η ανάγνωση.

Αυτό το αντανακλαστικό είναι τόσο αξιόπιστο που οι γιατροί το χρησιμοποιούν για να αξιολογήσουν τη λειτουργία του εγκεφάλου. Αν μια κόρη δεν αντιδρά στο φως, αυτό μπορεί να υποδηλώνει μια ιατρικά επείγουσα κατάσταση, όπως ένα εγκεφαλικό επεισόδιο.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο το φως στο οποίο αντιδρούν οι κόρες των ματιών μας. Συστέλλονται όταν εστιάζουμε σε ένα κοντινό αντικείμενο, και διαστέλλονται ως αντίδραση στην γνωστική προσπάθεια ή τη συναισθηματική διέγερση. Γι’ αυτό, το μέγεθος της κόρης χρησιμοποιείται συχνά στην ψυχολογία και τη νευροεπιστήμη ως μέτρο της νοητικής προσπάθειας και της προσοχής.

Τα μάτια αντιδρούν και στην αναπνοή

Για πολλές δεκαετίες, οι παραπάνω τύποι αντίδρασης της κόρης ήταν οι μόνοι γνωστοί. Τώρα, η επιστημονική ομάδα από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα στη Στοκχόλμη και το Πανεπιστήμιο του Γκρόνινγκεν στην Ολλανδία, επιβεβαίωσαν ότι η αναπνοή αποτελεί άλλον έναν τύπο.

Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, οι κόρες των ματιών τείνουν να είναι μεγαλύτερες κατά την εκπνοή και μικρότερες στην αρχή της εισπνοής. Σε αντίθεση με άλλες αντιδράσεις της κόρης, αυτή προέρχεται αποκλειστικά από το σώμα και συμβαίνει συνεχώς φυσικά, καλύπτοντας τόσο τη διαστολή όσο και τη συστολή.

Στην πραγματικότητα, υπήρχαν ανεκδοτικά στοιχεία που υποδείκνυαν μια σύνδεση μεταξύ της αναπνοής και των κορών μας για πάνω από 50 χρόνια, λένε οι ερευνητές. Αλλά όταν οι ίδιοι ανέσυραν προηγούμενες μελέτες, τα στοιχεία ήταν τουλάχιστον ασαφή. Δεδομένου του πόσο ευρέως χρησιμοποιείται το μέγεθος της κόρης στην ιατρική και την έρευνα, συνειδητοποιήσαν ότι ήταν κρίσιμο να εξετάσουν αυτό το θέμα περαιτέρω.

Μια σειρά πέντε πειραμάτων με περισσότερους από 200 συμμετέχοντες έδειξε ότι το μέγεθος της κόρης αυξομειώνεται συγχρονισμένα με την αναπνοή. Επίσης, αυτό το φαινόμενο είναι εξαιρετικά ανθεκτικό. Οι άλλοι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν την αντίδραση της κόρης διαφοροποιούνταν σε όλη τη διάρκεια της μελέτης – ο φωτισμός, η απόσταση εστίασης και η ψυχική προσπάθεια που απαιτούσαν οι εργασίες. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο τρόπος με τον οποίο η αναπνοή επηρέαζε τις κόρες παρέμενε σταθερή.

Οι συμμετέχοντες καθοδηγήθηκαν να αναπνέουν αποκλειστικά από τη μύτη ή το στόμα και να ρυθμίζουν τον ρυθμό αναπνοής τους, καθώς και να τον επιβραδύνουν ή να τον επιταχύνουν. Σε κάθε περίπτωση, εμφανίστηκε το ίδιο μοτίβο: το μέγεθος της κόρης παρέμεινε μικρότερο γύρω από την αρχή της εισπνοής και μεγαλύτερο κατά την εκπνοή.

Γιατί πρόκειται για μια σημαντική ανακάλυψη

Αυτή η ανακάλυψη αλλάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε τόσο την αναπνοή όσο και την όραση, δήλωσαν οι ερευνητές.

«Υποδεικνύει μια βαθύτερη σύνδεση μεταξύ αναπνοής και νευρικού συστήματος από ό,τι είχαμε αντιληφθεί προηγουμένως. Η επόμενη μεγάλη ερώτηση είναι αν αυτές οι υποκείμενες αλλαγές στο μέγεθος της κόρης επηρεάζουν το πώς βλέπουμε τον κόσμο.

Οι διακυμάνσεις είναι μόνο κλάσματα του χιλιοστού, που είναι λιγότερο από την αντίδραση της κόρης στο φως, αλλά παρόμοια με την αντίδραση της κόρης στην ψυχική προσπάθεια ή διέγερση. Το μέγεθος αυτών των διακυμάνσεων είναι θεωρητικά αρκετά μεγάλο για να επηρεάσει την οπτική μας αντίληψη. Επομένως, ίσως η όρασή μας να μεταβάλλεται ελαφρώς μέσα σε μια μόνο αναπνοή, μεταξύ της βελτιστοποίησης για την ανίχνευση αμυδρών αντικειμένων και της διάκρισης λεπτών λεπτομερειών.

Επιπλέον, όπως η αντίδραση της κόρης στο φως χρησιμοποιείται ως διαγνωστικό εργαλείο, οι αλλαγές στη σύνδεση μεταξύ του μεγέθους της κόρης και της αναπνοής θα μπορούσαν να είναι ένα πρώιμο σημάδι νευρολογικών διαταραχών.

Αυτή η έρευνα είναι μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας να κατανοήσουμε πώς οι εσωτερικοί ρυθμοί του σώματός μας επηρεάζουν την αντίληψη.

Αν η αναπνοή μας επηρεάζει το πώς αλλάζουν οι κόρες μας, θα μπορούσε επίσης να διαμορφώσει το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας; Αυτό ανοίγει το δρόμο για νέες έρευνες σχετικά με το πώς οι ρυθμοί του σώματος διαμορφώνουν την αντίληψη με… μια αναπνοή τη φορά».

Πρακτικές εφαρμογές

Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Nature Communications, δείχνει συνολικά ότι οι κόρες διαστέλλονται και συστέλλονται σε απόλυτη αρμονία με το πώς εισπνέουμε και εκπνέουμε. Αυτή η περιοδική αλλαγή δεν σχετίζεται με το φως, αντίθετα, αντανακλά μια νευρωνική δραστηριότητα που επηρεάζεται από την αναπνοή.

Τα μάτια αποτελούν και «παράθυρο» λοιπόν για τον εγκέφαλο: το μέγεθός της κόρης επηρεάζεται από τη δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την προσοχή, τη διάθεση, την εγρήγορση και το στρες. Για παράδειγμα, η κόρη μεγαλώνει όταν είμαστε αγχωμένοι, ενθουσιασμένοι ή συγκεντρωμένοι. Η νέα ανακάλυψη δείχνει ότι η αναπνοή συντονίζει άμεσα αυτή τη νευρωνική δραστηριότητα. Με άλλα λόγια, ο τρόπος που αναπνέουμε μπορεί να επηρεάζει το επίπεδο εγρήγορσης ή ηρεμίας μας, μέσω αλλαγών στον εγκέφαλο που αντανακλώνται στην κόρη.

Αυτό το εύρημα έχει πρακτικές εφαρμογές:

  • Τεχνικές αναπνοής όπως ο διαλογισμός, η γιόγκα ή η βαθιά αναπνοή μπορεί πράγματι να επηρεάζουν άμεσα τη λειτουργία του εγκεφάλου και την ψυχική μας κατάσταση — όχι μόνο μακροπρόθεσμα αλλά και σε πραγματικό χρόνο.
  • Η ανάλυση της κόρης θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον ως εργαλείο μέτρησης της ψυχικής κατάστασης ή της επίδρασης που έχει μια τεχνική χαλάρωσης, ένα φάρμακο ή ένα στρεσογόνο ερέθισμα στον εγκέφαλο.
  • Τέλος, αυτή η γνώση ενισχύει την επιστημονική βάση για τη χρήση της αναπνοής στη διαχείριση του άγχους.