Όλοι έχουμε ακούσει για τις ορμόνες και για το πόσο μπορούν να μας επηρεάσουν, από τη διάθεση –ψυχολογική και σεξουαλική– μέχρι την κούραση, το βάρος, τον ύπνο, αλλά και το αν και το πότε θα αποκτήσουμε απογόνους. Τι γίνεται λοιπόν αν διαταραχθούν και πώς θα καταφέρουμε να τις κρατήσουμε σε ισορροπία;

Οι ορμόνες παράγονται στους ενδοκρινείς αδένες του σώματος (π.χ., στην υπόφυση, στον θυρεοειδή, στο πάγκρεας, στις ωοθήκες, στους όρχεις κ.α.), εκκρίνονται στην κυκλοφορία και μεταφέρονται μέσω του αίματος στα όργανα-στόχους ώστε να δράσουν. Η υπερπαραγωγή όπως και η υποπαραγωγή κάποιων από αυτές (οιστρογόνα, ανδρογόνα, θυρεοειδικές, κορτιζόλη κ.ά.) προκαλούν διαταραχές, με αποτέλεσμα να υπάρχουν συμπτώματα, άλλοτε έντονα και άλλοτε όχι. Οι ορμονικές μεταβολές συχνά αποτελούν μια φυσιολογική διακύμανση (π.χ., κατά την έμμηνο ρύση στις γυναίκες ή στη διάρκεια της ημέρας) και άλλες φορές πρόκειται για διαταραχές που χρήζουν ιατρικής αντιμετώπισης (π.χ., υπερπαραγωγή ή υποπαραγωγή θυρεοειδικών ορμονών ή κορτιζόλης). Τέλος, μπορεί να οφείλονται στην ανικανότητα του οργάνου-στόχου να ανταποκριθεί στις ορμόνες, όπως για παράδειγμα η αντίσταση στην ινσουλίνη, περιπτώσεις κατά τις οποίες χρειάζεται και πάλι η παρέμβαση του ειδικού. Ας δούμε λοιπόν ποια είναι τα συνήθη συμπτώματα όταν διαταράσσονται.

Ορμόνες και κούραση – υπνηλία – κακή διάθεση

Τα παραπάνω σημάδια, μαζί και με άλλα, όπως η δυσκοιλιότητα, η ταχυκαρδία, τα προβλήματα συγκέντρωσης, το βάρος που αυξάνεται καθώς ο μεταβολισμός μειώνεται, τα μαλλιά που αδυνατίζουν, οι κράμπες, τα δάχτυλα που μουδιάζουν κ.ά., παραπέμπουν σε αποσυντονισμένη λειτουργία των ορμονών που ρυθμίζουν τον θυρεοειδή, και στη συγκεκριμένη περίπτωση σε υπολειτουργία του – ένα συχνό πρόβλημα που ταλαιπωρεί ειδικά γυναίκες με σχετικό οικογενειακό ιστορικό. Στην αντίθετη περίπτωση, εκείνη της υπερλειτουργίας του θυρεοειδή –που είναι και σπανιότερη σε σχέση με τον υποθυρεοειδισμό–, το άτομο βιώνει εκνευρισμό και ευερεθιστότητα, υπερένταση, ταχυκαρδία, ευαισθησία στη ζέστη με αποτέλεσμα να ιδρώνει εύκολα, μειωμένη όρεξη, δυσκολία στον ύπνο, διάρροια, απώλεια βάρους κ.ά. Πολύ συχνά αυτές οι διαταραχές πυροδοτούνται και εμφανίζονται μετά από περίοδο έντονου στρες σε ανθρώπους με σχετική προδιάθεση.

Τι κάνουμε

Ο ενδοκρινολόγος θα συστήσει εξετάσεις (αίματος, υπέρηχο κ.ά.) για να διερευνήσει την κατάσταση του θυρεοειδή και της λειτουργίας του. Όταν βγουν τα αποτελέσματα, είναι πιθανόν να συνταγογραφήσει κάποια φάρμακα για να λαμβάνονται σε τακτική βάση, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να παρακολουθείται τακτικά η λειτουργία του θυρεοειδή.

Ορμόνες και εκνευρισμός στις γυναίκες

Πρόκειται για συμπτώματα που σχετίζονται με τα οιστρογόνα και τις πολλές διακυμάνσεις –κατά κανόνα φυσιολογικές– που αυτά παρουσιάζουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής, του εμμηνορρυσιακού κύκλου, της εγκυμοσύνης και, τέλος, της εμμηνόπαυσης – όταν η πτώση τους είναι πλέον σχεδόν ολοκληρωτική. Από την άλλη πλευρά, όταν τα οιστρογόνα βρίσκονται σε ικανοποιητικά επίπεδα, οι γυναίκες νιώθουν ευεξία και έχουν καλύτερη διάθεση και σωματική και πνευματική απόδοση. Στην εμμηνόπαυση, ωστόσο, η κάθετη πτώση τους μπορεί να προκαλέσει σε ορισμένες έντονα συμπτώματα της κλιμακτηρίου, όπως εφιδρώσεις, εξάψεις, διαταραχές μνήμης, αύξηση βάρους, δυσθυμία κ.ά.

Τι κάνουμε

Για την άμβλυνση των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης, ιδιαίτερα αν είναι πρόωρη, υπάρχει η λύση της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης, περίπτωση κατά την οποία χρειάζεται όμως να ληφθούν υπόψη τόσο τα θετικά αποτελέσματά της όσο και οι πιθανές επιπτώσεις της.

Μειωμένη ερωτική διάθεση στους άντρες, φταίνε οι ορμόνες;

Για όλα φταίει η τεστοστερόνη (η βασική αντρική ορμόνη του φύλου), η οποία, όταν μειώνεται, μπορεί να προξενήσει χαμηλή λίμπιντο, κακή διάθεση καθώς και περιορισμένη ενεργητικότητα, μυϊκή δύναμη και αντοχή, ενώ, μακροχρόνια, μπορεί να οδηγήσει και σε απώλεια μυϊκής και οστικής μάζας. Η τεστοστερόνη βέβαια δεν έχει τόσες διακυμάνσεις όσες τα οιστρογόνα στις γυναίκες.

Η παραγωγή της αυξάνεται κατά την εφηβεία και μετά και διαρκεί για όλη τη ζωή του άντρα. Ωστόσο, όσο μεγαλώνουν οι άντρες, ιδιαίτερα μετά τα 40, είναι πιθανόν να πέφτουν σταδιακά τα ανδρογόνα τους (ανδρόπαυση), μια διαδικασία που όμως δεν τους επηρεάζει όλους στον ίδιο βαθμό. Σε κάθε περίπτωση, είναι κάτι φυσιολογικό, ήπιο και σταδιακό που σπάνια απαιτεί υποκατάσταση με τεστοστερόνη.

Τι κάνουμε

Η σωματική άσκηση και η διατήρηση ενός φυσιολογικού βάρους μπορούν να βοηθήσουν ώστε να παραμένει, όσο γίνεται, η τεστοστερόνη σε φυσιολογικά επίπεδα. Η ανάγκη για χορήγηση θεραπείας υποκατάστασης συνιστάται μόνο σε σημαντική μείωση της τεστοστερόνης (σε παθολογικά επίπεδα) και πρέπει να γίνεται πάντα υπό τη στενή παρακολούθηση του ενδοκρινολόγου και αφού έχει ελεγχθεί ο προστάτης για ενδεχόμενη ύπαρξη καρκίνου γιατί, σε τέτοια περίπτωση, η τεστοστερόνη θα τον επιδεινώσει.

Εκνευρισμός, εγρήγορση, αυξημένη ορεξη και κακή διάθεση

Όλα τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα των ανεβασμένων επιπέδων κορτιζόλης, της ορμόνης που αυξάνεται έπειτα από εντολή του εγκεφάλου μας όταν είμαστε σε στρες. Η κορτιζόλη έχει πολλές αναμενόμενες και φυσιολογικές διακυμάνσεις μέσα στην ημέρα (μεγαλύτερη έκκριση το πρωί και μειωμένη το βράδυ). Όταν όμως εκτιθέμεθα σε συνεχές στρες, έχουμε υψηλά επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, κι αυτό είναι κακό για τον οργανισμό μας γιατί τόσο το χρόνιο άγχος όσο και η ανεβασμένη κορτιζόλη έχουν συνδεθεί με προβλήματα παχυσαρκίας, αδύναμο ανοσοποιητικό, χοληστερόλη, σάκχαρο, αυξημένη όρεξη και αδύναμα μαλλιά. Όμως, εκτός από την κορτιζόλη, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποια απειλή/στρες, παράγονται και υψηλές ποσότητες αδρεναλίνης, που είναι έτσι σχεδιασμένη από τη φύση ώστε να ανεβαίνει με την εμφάνιση του κινδύνου και να πέφτει μετά. Το πρόβλημα στο σύγχρονο κόσμο είναι ότι η αδρεναλίνη βρίσκεται πολύ συχνά και για μεγάλα διαστήματα σε υψηλά επίπεδα, με συνέπεια να επιβαρύνεται το καρδιαγγειακό μας σύστημα και να αυξάνονται η αρτηριακή μας πίεση, ο καρδιακός μας ρυθμός, καθώς και η πιθανότητα να εμφανίσουμε αρρυθμίες.

Τι κάνουμε

Η λύση βρίσκεται στη διαχείριση του στρες. Θα μας βοηθήσει να απευθυνθούμε σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας, να δοκιμάσουμε τη γιόγκα και το διαλογισμό, να εντάξουμε στην καθημερινότητά μας τη σωματική άσκηση, αλλά και να φροντίζουμε να κοιμόμαστε φυσιολογικά – τουλάχιστον επτά ώρες νυχτερινού ύπνου μπορούν να συμβάλουν στον περιορισμό των επιπέδων τόσο της κορτιζόλης όσο και της αδρεναλίνης.

Πεινάμε – χορταίνουμε…

Η γκρελίνη είναι η ορμόνη εκείνη που παράγεται όταν το στομάχι είναι άδειο και ευθύνεται για την αύξηση της όρεξης, ενώ, αντίστοιχα, η λεπτίνη ελέγχει το αίσθημα της πείνας δίνοντας στον εγκέφαλο το σήμα για επάρκεια και αποθέματα ενέργειας. Το θέμα είναι ότι, έτσι όπως έχουμε αλλάξει τις συνήθειες και τη ζωή μας τα τελευταία χρόνια, προσλαμβάνουμε υπερβολικές θερμίδες, καταναλώνουμε σε μεγάλες ποσότητες ζωικά λιπαρά, επεξεργασμένα τρόφιμα, γλυκά και ζάχαρη, δεν πίνουμε αρκετά υγρά, δεν ασκούμαστε και δεν κοιμόμαστε επαρκώς, με αποτέλεσμα να πεινάμε περισσότερο ή πολύ γρηγορότερα ή/και να μη λαμβάνει ο εγκέφαλος εγκαίρως και σωστά τα μηνύματα του κορεσμού.

Τι κάνουμε

Αυτό που θα μας βοηθήσει είναι να προσέχουμε τη διατροφή μας ενσωματώνοντας σε αυτήν πολλές φυτικές ίνες, ελαιόλαδο και ψάρια και περιορίζοντας τη ζάχαρη, όπως επίσης και να αποφεύγουμε να τρώμε κατά τις νυχτερινές ώρες.

Πώς σχετίζονται οι ορμόνες με τον ύπνο

Υπεύθυνη είναι η μελατονίνη, η οποία παράγεται κυρίως τη νύχτα και ο ρόλος της οποίας είναι να βοηθά τον οργανισμό μας να ξέρει πότε είναι ώρα να ξυπνήσουμε και πότε να κοιμηθούμε. Η έλλειψή της έχει συσχετιστεί με ζητήματα σεξουαλικής δυσλειτουργίας, παχυσαρκίας, διαβήτη και καρκίνου. Ειδικά όταν έχουμε άστατα ωράρια ύπνου, κάνουμε πολλά υπερατλαντικά ταξίδια ή δουλεύουμε σε βάρδιες, δεν αποκλείεται να έχουμε πρόβλημα με τη μελατονίνη και, κατ’ επέκταση, με τον ύπνο μας, και όχι μόνο.

Τι κάνουμε

Για να διατηρείται η μελατονίνη μας σε καλά επίπεδα, είναι σημαντικό να κρατάμε σταθερά ωράρια –κυρίως σε σχέση με το πότε πέφτουμε για ύπνο και πότε ξυπνάμε–, να μην ξενυχτάμε και να κοιμόμαστε επτά με οκτώ ώρες στη διάρκεια της νύχτας, σε συνθήκες απόλυτου σκοταδιού, χωρίς θορύβους, κρύο ή ζέστη και άλλους παράγοντες που μπορεί να μας αποσπάσουν.