Το σώμα σου αντιδρά με γέλιο και σπασμωδικές κινήσεις όταν σε γαργαλούν άλλοι — αλλά παραμένει εντελώς αδιάφορο όταν δοκιμάζεις να το κάνεις μόνος σου. Αυτό το παράδοξο, που βασανίζει φιλοσόφους και νευροεπιστήμονες εδώ και αιώνες, αποκαλύπτει πόσο λίγα γνωρίζουμε για μία από τις πιο καθολικές ανθρώπινες εμπειρίες: το γαργαλητό.
Μια εκτενής επιστημονική ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science Advances επιβεβαιώνει ότι, παρά τη διαχρονική του παρουσία σε ανθρώπινες (και όχι μόνο) συμπεριφορές, το φαινόμενο του γαργαλητού έχει μελετηθεί ελάχιστα σε σχέση με άλλες αισθήσεις όπως ο πόνος, η φαγούρα ή η αφή. Μάλιστα, η επιστήμονας που υπογράφει την ανασκόπηση, η Κωνσταντίνα Κίλτενη, νευροεπιστήμονας στα πανεπιστήμια Radboud και Karolinska, παραδέχεται πως «η επιστημονική κατανόηση του gargalesis είναι εξαιρετικά φτωχή».
Πώς λειτουργεί το γαργαλητό – gargalesis
Ο όρος gargalesis περιγράφει το έντονο γαργαλητό που προκαλεί γέλιο και αντίδραση, συνήθως όταν κάποιος μας ακουμπά γρήγορα και επαναλαμβανόμενα σε περιοχές όπως οι μασχάλες ή τα πέλματα. Αντίθετα, η knismesis, είναι η φευγαλέα, ελαφριά αίσθηση που μας κάνει να ξύνουμε το δέρμα μας όταν κάτι το ερεθίζει — σαν την αίσθηση που αφήνει μια τρίχα στο μπράτσο ή ένα έντομο στο πόδι.
Πού γαργαλιόμαστε πιο πολύ
Παρ’ όλο που οι μασχάλες και τα πέλματα θεωρούνται οι πιο εύκολες στο γαργαλητό περιοχές του σώματος, δεν είναι ούτε οι πιο ευαίσθητες στην αφή, ούτε αυτές με τις περισσότερες νευρικές απολήξεις. Δεν έχουν την πιο λεπτή επιδερμίδα και δεν αποτελούν τις πιο συχνές περιοχές επαφής με το περιβάλλον. Άρα γιατί είναι τόσο… αντιδραστικές;
Μια θεωρία αναφέρει ότι οι περιοχές αυτές είναι στρατηγικά «ευάλωτες» για το σώμα — ένα δυνατό χτύπημα στις μασχάλες μπορεί να προκαλέσει σοβαρή βλάβη, γι’ αυτό και το σώμα μας εξελίχθηκε ώστε να αντιδρά έντονα στο άγγιγμα εκεί. Όμως, αυτή η ερμηνεία δεν εξηγεί γιατί τα χέρια ή τα πόδια, εξίσου «ευπαθή», δεν είναι εξίσου ευαίσθητα στο γαργαλητό.
Ο ίδιος ο Κάρολος Δαρβίνος πίστευε ότι γαργαλιόμαστε περισσότερο σε περιοχές που δεν δέχονται συχνά επαφή από εξωτερικά ερεθίσματα. Όμως, κι αυτή η εξήγηση έχει τρύπες: η πλάτη και οι γλουτοί, για παράδειγμα, δεν αγγίζονται συχνά, αλλά δεν μας κάνουν να ξεκαρδιζόμαστε στο άγγιγμα.
Γιατί δεν μπορούμε να γαργαλήσουμε τον εαυτό μας
Εδώ μπαίνει το πιο μυστηριώδες στοιχείο: η αδυναμία να προκαλέσουμε γαργαλητό στον εαυτό μας. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι αυτό συμβαίνει επειδή ο εγκέφαλός μας προβλέπει και «ακυρώνει» την αίσθηση όταν ξέρει ότι η κίνηση προέρχεται από εμάς. Ενεργοποιείται ο παρεγκεφαλιδικός μηχανισμός πρόβλεψης, που καταστέλλει την απόκριση στην αίσθηση.
Οι μαγνητικές τομογραφίες επιβεβαιώνουν αυτή την υπόθεση, δείχνοντας μειωμένη δραστηριότητα στις περιοχές επεξεργασίας της αφής όταν αγγίζουμε τον εαυτό μας, σε σύγκριση με το άγγιγμα από άλλους.
Απολαμβάνουμε όντως το γαργαλητό;
Γελάμε όταν μας γαργαλούν — αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μας αρέσει. Πολλοί δηλώνουν πως το γαργαλητό είναι βασανιστικό ή απλώς ανεπιθύμητο, ακόμη κι αν γελούν παρά τη θέλησή τους. Το γέλιο αυτό, λένε οι επιστήμονες, είναι αντανακλαστικό και όχι ένδειξη ευχαρίστησης. Ηχητικά διαφέρει από το «κανονικό» γέλιο και συνοδεύεται από μεγαλύτερη σωματική ένταση και αυξημένη δραστηριότητα σε άλλες περιοχές του εγκεφάλου.
Παιδιά συνήθως θεωρούνται πιο ευαίσθητα στο γαργαλητό, αλλά δεν είναι σαφές αν αυτό οφείλεται σε νευρολογικές διαφορές ή απλώς στο ότι είναι πιο εκφραστικά.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για το μέλλον της επιστήμης και της τεχνολογίας
Το γαργαλητό δεν είναι απλώς αστείο. Είναι μια πύλη για να κατανοήσουμε πώς ο εγκέφαλος διακρίνει τον εαυτό από τους άλλους, πώς αναπτύσσονται οι κοινωνικές συμπεριφορές, πώς επεξεργαζόμαστε την αφή και πώς μπορούμε να σχεδιάσουμε πιο «ανθρώπινα» ρομπότ και συσκευές αφής.
Με άλλα λόγια, μπορεί να μην ξέρουμε (ακόμη) γιατί ξεκαρδιζόμαστε όταν μας γαργαλούν — αλλά η απάντηση μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τον ίδιο μας τον εαυτό λίγο καλύτερα.