Το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας «παγιώνονται» στις ηλικίες μεταξύ 36 και 46 ετών και είναι πιο δύσκολο να αντιστραφούν οι επιπτώσεις για την υγεία, σύμφωνα με νέα μελέτη.

Κάθε χρόνο που κάποιος συνεχίζει μια ανθυγιεινή συνήθεια, η ζημιά συσσωρεύεται, δήλωσαν οι ερευνητές. Αυτές οι συνήθειες σταδιακά επιδεινώνουν τη μεταβολική και ψυχολογική υγεία ενός ατόμου, μέχρι να γίνουν μέρος της βιολογίας του μετά τα 46 χρόνια.

Η Φινλανδική έρευνα έδειξε ότι όταν ένα άτομο φτάνει τα 30, κάθε επιπλέον δεκαετία επικίνδυνων συνηθειών επιδεινώνει την υγεία του μέχρι και μετά τα 50.

«Ακόμα και μια μόνο κακή συνήθεια αυξάνει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου και ασθενειών, αλλά σε συνδυασμό με άλλες ανθυγιεινές συμπεριφορές, η επίπτωση είναι σωρευτική. Επιπλέον, η επίδραση αυτών των συμπεριφορών στην υγεία συσσωρεύεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής», επισήμαναν οι επιστήμονες.

Άτομα που κάπνιζαν, έπιναν αλκοόλ και ήταν σωματικά ανενεργά στα 20, δεν βίωσαν πολλές αρνητικές επιπτώσεις τότε, αλλά αυτές οι συνήθειες «φάνηκαν» αργότερα, προκαλώντας χειρότερη ψυχική υγεία, χειρότερη αυτοαξιολόγηση της υγείας και διπλάσιους μεταβολικούς κινδύνους, όπως υψηλή αρτηριακή πίεση, η παχυσαρκία ή ο διαβήτης μέχρι τα τέλη της δεκαετίας των 30.

Αναλυτικά η νέα μελέτη για τις κακές συνήθειες και την υγεία

Οι Φινλανδοί ερευνητές συγκέντρωσαν δεδομένα ασθενών από μια μελέτη που κάλυπτε την περίοδο από το 1968 έως 2021 και περιελάμβανε 369 άτομα.

Οι επιστήμονες υπολόγισαν τους τρέχοντες δείκτες κινδύνου των ανθρώπων με βάση τον αριθμό των κακών συνηθειών που διατηρούν αυτή τη στιγμή, από μηδέν (χωρίς κίνδυνο) έως τρεις (ο υψηλότερος κίνδυνος, δηλαδή κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ και σωματική αδράνεια).

Ένας 36χρονος που καπνίζει και πίνει αλκοόλ, αλλά ασκείται, θα λάβει βαθμολογία δύο, ενώ ένας 50χρονος που έχει σταματήσει το κάπνισμα αλλά συνεχίζει να πίνει και δεν ασκείται θα λάβει βαθμολογία ένα.

Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης όχι μόνο τις συμπεριφορές που έχει κάποιος τώρα, αλλά και για πόσα χρόνια διατηρούσε αυτές τις βλαβερές συνήθειες, το λεγόμενο χρονικό δείκτη κινδύνου.

Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να καταγράψουν πόσες φορές εκδήλωσαν κάθε συμπεριφορά σε κάθε ηλικιακό σημείο – 27, 36, 42, 50, 61 ετών. Για παράδειγμα, κάποιος που κάπνιζε στα 27, 36 και 42 αλλά σταμάτησε στα 50, κέρδισε χρονικό δείκτη καπνίσματος 3 στα 5.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι άνθρωποι που διατηρούν αυτές τις συνήθειες τώρα είχαν και περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης (βάσει ενός ερωτηματολογίου 16 ερωτήσεων), υψηλότερους μεταβολικούς κινδύνους με δείκτες όπως υψηλή αρτηριακή πίεση, μεγάλη περιφέρεια μέσης και χαμηλή «καλή» HDL χοληστερόλη, χαμηλότερη ψυχολογική ευεξία (με βάση ένα τεστ 18 ερωτήσεων), και χειρότερη αυτοαξιολόγηση της υγείας τους.

Όσοι διατηρούσαν αυτές τις συνήθειες τώρα αλλά και τις προηγούμενες δεκαετίες, ήταν ακόμη πιο επιβαρυμένοι.

Επιπλέον, όσοι ξεκίνησαν το κάπνισμα στα 20 και στα 30, σε σύγκριση με όσους ξεκίνησαν στα 40, είχαν πάνω από διπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν συμπτώματα κατάθλιψης και βαθμολογίες ψυχολογικής ευεξίας 2,3 φορές χειρότερες.

Ομοίως, τα άτομα που παρουσίασαν μεταβολικούς παράγοντες κινδύνου νωρίς στη ζωή τους είχαν διπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν χρόνια μεταβολικά νοσήματα σε σύγκριση με εκείνους που άρχισαν να αντιμετωπίζουν αυτούς τους κινδύνους στην μέση ηλικία.

Η αυτοαξιολόγηση της υγείας μεταξύ αυτών που είχαν χειρότερη φυσική κατάσταση νωρίς στη ζωή παρουσίασε διπλάσια πτώση σε σχέση με όσους έγιναν πιο αδρανείς στα 40 τους.

Οι ερευνητές ανέφεραν:

«Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η χρονική συσσώρευση επικίνδυνων συμπεριφορών υγείας συνδέθηκε ιδιαίτερα με συμπτώματα κατάθλιψης στη συγκεκριμένη μελέτη. Αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η σταδιακή συσσώρευση των κακών συνηθειών με την πάροδο του χρόνου μπορεί να αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα στην πρόληψη των συμπτωμάτων κατάθλιψης».

Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Annals of Medicine, είχε βέβαια κάποιους περιορισμούς. Παρόλα αυτά, ο 30ετής σχεδιασμός της καθώς και η συμπερίληψη πολλών αποτελεσμάτων υγείας, τόσο σωματικών όσο και ψυχικών, προσφέρουν πολύτιμες γνώσεις σχετικά με τις επιπτώσεις των δια βίου συνηθειών και το κατά πόσο μπορεί να αντιστραφεί η ζημιά.

Οι ερευνητές τόνισαν ότι οι συνήθειες υγείας δεν αλλάζουν πολύ κατά τη μέση ενήλικη ζωή, καθιστώντας τα προβλήματα χρόνια. Τα ευρήματά τους υπογράμμισαν τη σημασία του να αντιμετωπίζουμε τις επικίνδυνες συμπεριφορές υγείας όσο το δυνατόν νωρίτερα ώστε να εμποδίσουμε τη συσσώρευση αυτών των κινδύνων με τα χρόνια, η οποία αλλιώς μπορεί να οδηγήσει σε κακή ψυχική ευεξία και υγεία αργότερα στη ζωή.