Για πάνω από έναν αιώνα, οι ερευνητές μελετούν αν οι διαφορές στις συζητήσεις μεταξύ των δύο φύλων αντικατοπτρίζουν έμφυτα ψυχολογικά χαρακτηριστικά ή αν διαμορφώνονται από κοινωνικούς ρόλους. Τρεις κύριες έρευνες έχουν διερευνήσει τα θέματα που τείνουν να συζητούν άνδρες και γυναίκες και αποκαλύπτουν πώς αυτά έχουν αλλάξει καθώς οι ρόλοι των φύλων εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου.

Το 1922, ο ψυχολόγος Χένρι Μουρ δημοσίευσε τα αποτελέσματα ενός πειράματος που στόχευε στο να εξετάσει τις προτεραιότητες στις συνομιλίες ανδρών και γυναικών, περπατώντας πάνω-κάτω στη Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης και σημειώνοντας αποσπάσματα συζητήσεων που άκουγε τυχαία.

Το ενδιαφέρον του για το τι μπορεί να συζητούν άνδρες και γυναίκες είχε στόχο να αποδείξει ότι οι παλαιότερες αναφορές από «νοητικά τεστ» που έδειχναν ασήμαντες διαφορές στην πνευματική ικανότητα των δύο φύλων δεν μπορούσαν, σύμφωνα με τον ίδιο, να είναι σωστές.

Αναλύοντας τα θέματα που άκουσε και ταξινομώντας τα κατά φύλο, ο Μουρ ισχυρίστηκε ότι οι γυναίκες μιλούσαν για του άνδρες, το σπίτι και τα ρούχα κατά ένα 67% του χρόνου συνομιλίας τους. Οι άνδρες από την άλλη, αφιέρωναν περίπου τον ίδιο χρόνο συζητώντας για επιχειρήσεις, χρήματα και ψυχαγωγία.

Το συμπέρασμά του ήταν ότι τα θέματα των συζητήσεων αντιπροσώπευαν τις φυσικές προτιμήσεις ανδρών και γυναικών.

Γυναίκες Vs Ανδρών: Έμφυτες ή επίκτητες διαφορές;

Αργότερα, σε άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε το 1993 στο περιοδικό Sex Roles, η ερευνήτρια Καθρίν Μπίσχοπινγκ επανέλαβε το πείραμα του Μουρ, προσπαθώντας να κατανοήσει τα θέματα που λαμβάνουν χώρα στις πιο σύγχρονες συνομιλίες ανδρών και γυναικών.

Για αυτή τη νεότερη εκδοχή της μελέτης, φοιτητές του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν παρατήρησαν φυσικές συνομιλίες σε δημόσιους χώρους, καταγράφοντας επίσης το περιεχόμενο των αποσπασμάτων που άκουγαν και σημειώνοντας το φύλο του ομιλητή.

Στα δεδομένα της δεκαετίας του 1990, γυναίκες και άνδρες συζητούσαν για δουλειά και χρήματα περίπου στο ίδιο ποσοστό, με αυτά τα θέματα να καταλαμβάνουν σχεδόν το 40% των συνομιλιών των γυναικών, σε σύγκριση με μόνο το 4% το 1922. Ομοίως, οι ελεύθερες δραστηριότητες ήταν το δεύτερο πιο δημοφιλές θέμα και για τα δύο φύλα.

Τι δεν είχε αλλάξει;

Η Μπίσχοπινγκ παρατήρησε ότι, αν και η κατάταξη των θεμάτων που συζητούσαν άνδρες και γυναίκες ήταν πολύ πιο όμοια στα δεδομένα της δεκαετίας του 1990, οι γυναίκες συζητούσαν πιο συχνά για τους ανθρώπους στο περιβάλλον τους και ζητήματα εμφάνισης σε σύγκριση με τους άνδρες.

Γενικά, όμως, η σύγχρονη μελέτη υποδείκνυε ότι οι ρόλοι ανδρών και γυναικών είναι κοινωνικά δεσμευμένοι και οι διαφορές μειώθηκαν καθώς οι ρόλοι άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου. Σημαντικό είναι ότι άλλαξε και η οπτική για το γιατί τα θέματα μπορεί να διαφέρουν — πρόκειται για αποτέλεσμα διαφορετικών κοινωνικοπολιτισμικών στερεοτύπων και κανόνων και όχι έμφυτων προδιαθέσεων.

Τα θέματα συζήτησης συνδέονται περισσότερο με τους τυπικούς ρόλους ανδρών-γυναικών

Τριάντα χρόνια μετά τη μελέτη της Μπίσχοπινγκ, μια μελέτη του 2020 εξέτασε τις διαφορές ανά φύλο στην επιλογή θεμάτων συζήτησης (που αναφέρονται ως «επιλογές τομέων») σε συνομιλίες μεταξύ των συντακτών της Wikipedia.

Τα ευρήματά τους αποκάλυψαν ότι οι συζητήσεις των συντακτών της Wikipedia παρουσίαζαν κάποιο διαχωρισμό που σχετιζόταν με το φύλο, με τις γυναίκες να συμβάλλουν συχνότερα σε θέματα που θεωρούνται περισσότερο γυναικεία (όπως τα θέματα τέχνης, για παράδειγμα). Αυτό μπορεί να οφείλεται απλά στο γεγονός ότι σε αυτά τα θέματα οι γυναίκες ιστορικά, είχαν περισσότερη εμπειρογνωμοσύνη.

Ωστόσο, οι ερευνητές βρήκαν επίσης ότι, για τις γυναίκες που κατείχαν πιο ισχυρούς ρόλους, οι διαφορές φύλου μειώνονταν και μερικές φορές αντιστρέφονταν, ειδικά όσον αφορά τη συμμετοχή των γυναικών σε συνομιλίες για πιο αμφιλεγόμενα θέματα.

Αυτό που υποδηλώνει συνολικά η έρευνα μέχρι σήμερα είναι ότι το στυλ της συνομιλίας συνδέεται λιγότερο με το φύλο και περισσότερο με τους τυπικούς ρόλους και τις δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν άνδρες και γυναίκες. Η κατανομή των θεμάτων συζήτησης μπορεί να αντανακλά κάποιες προτιμήσεις ανά φύλο, αλλά αυτές έχουν περισσότερο να κάνουν με το τι κάνουμε πιο συχνά, παρά με κάποιο έμφυτο μέρος του ποιοι είμαστε.