Ηταν Φεβρουάριος του 2023 όταν η οικογένεια του διάσημου ηθοποιού του Χόλιγουντ Μπρους Γουίλις γνωστοποίησε μέσω μιας δημόσιας δήλωσης ότι εκείνος πάσχει από μετωποκροταφική άνοια (FTD). Μια εν πολλοίς άγνωστη για το ευρύ κοινό εκφυλιστική νόσο, σε αντίθεση με την Αλτσχάιμερ, που επηρεάζει την ομιλία, τη συμπεριφορά και τη νοητική λειτουργία, χωρίς να υπάρχει για αυτή διαθέσιμη θεραπεία έως και σήμερα.
Εκτοτε, οι εμφανίσεις του αγαπητού ηθοποιού που πρωταγωνίστησε σε ταινίες που έσπασαν τα ταμεία – όπως «Πολύ σκληρός για να πεθάνει» και «Κοίτα ποιος μιλάει» – είναι σπάνιες, με τα μέλη της οικογένειάς του να αναφέρουν ότι η ασθένειά του εξελίσσεται με τον χρόνο, κλέβοντάς του τη μνήμη… ακόμη και την ικανότητα να συνομιλεί και να αστειεύεται όπως παλιά.
Ακόμη όμως κι αν η μετωποκροταφική άνοια παραμένει στη… σκιά, είναι κάθε άλλο παρά σπάνια. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως ανά τον κόσμο υπάρχουν έως και 2 εκατομμύρια ασθενείς. Μάλιστα, οι περισσότερες περιπτώσεις διαγιγνώσκονται σε άτομα ηλικίας 45 έως 65 ετών, αλλά μπορεί να προσβάλει και νεότερους – ηλικίας 20 και 30 ετών.
Αυτός είναι και ο λόγος που η επιστημονική κοινότητα δεν σταματά να αναζητεί το θεραπευτικό κλειδί (και) για αυτή τη μορφή άνοιας. Και όπως αναφέρεται σε πρόσφατο δημοσίευμα της «Guardian», τα όσα συμβαίνουν πίσω από την αστραφτερή γυάλινη πρόσοψη ενός κτιρίου στα Docklands του Λονδίνου είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρα.
Πρόκειται, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, για μια γονιδιακή θεραπεία που αναπτύχθηκε από μια βρετανική εταιρεία, την AviadoBio, και – σημειωτέον – ξεκίνησε στο ερευνητικό εργαστήριο του καθηγητή Christopher Shaw στο King’s College του Λονδίνου το 2021.
Πιο συγκεκριμένα, αυτή στοχεύει σε έναν τύπο FTD γνωστό στους επιστήμονες ως FTD-GRN. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι ότι προκαλείται από μεταλλάξεις ενός γονιδίου που οδηγούν σε ανεπάρκεια της προγρανουλίνης (GRN), μιας πρωτεΐνης που είναι απαραίτητη για τη διατήρηση υγιών εγκεφαλικών κυττάρων.
Σήμερα η βρετανική εταιρεία σε συνεργασία με την ιαπωνική φαρμακευτική εταιρεία Astellas τρέχουν κλινικές μελέτες σε ασθενείς στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και στις ΗΠΑ, την Πολωνία, την Ισπανία, τη Σουηδία και την Ολλανδία. Και όπως αναφέρει η «Guardian», τα πρώτα αποτελέσματα αναμένονται να δημοσιευτούν εντός του επόμενου έτους.
«Οταν κοιτάζεις τις μαγνητικές τομογραφίες ασθενών με μετάλλαξη GRN, τα μετωπιαία και κροταφικά τμήματα του εγκεφάλου τους απλά λιώνουν… Επομένως, η πρώιμη θεραπεία και η πρώιμη διάγνωση είναι αναγκαίες όπως και μια πιο οργανωμένη προσέγγιση της υγειονομικής περίθαλψης για την αντιμετώπισή της», σημειώνει στη βρετανική εφημερίδα o David Cooper, ιατρικός διευθυντής της AviadoBio.
Η Ελλάδα ως ερευνητικός μοχλός
Είναι γεγονός ότι η χώρα μας δεν συμμετέχει προς το παρόν στις ανωτέρω μελέτες. «Οχι όμως επειδή δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι επιστήμονες για να τις τρέξουν, αλλά διότι ο αριθμός των ασθενών που θα συμμετέχει σ΄ αυτές τις μελέτες φάσης 1 είναι μικρός», διευκρινίζει μιλώντας στα «ΝΕΑ» η ομ. καθηγήτρια Νευρολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της Ομοσπονδίας Νόσου Αλτσχάιμερ και Συναφών Διαταραχών, Μάγδα Τσολάκη.
Η… απουσία, ωστόσο, αυτή δεν είναι ενδεικτική της συνολικής εικόνας για όσα συμβαίνουν εντός των συνόρων. «Αυτή την περίοδο στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες 39 χώρες, βρίσκονται σε εξέλιξη δύο πολύ μεγάλες μελέτες φάσης 3, οι οποίες χρησιμοποιούν τη σιμαγλουτίδη σε ασθενείς που πάσχουν από την πιο συχνή άνοια – την άνοια τύπου Αλτσχάιμερ. Στην πρώτη μελέτη συμμετέχουν 72 έλληνες ασθενείς που πάσχουν από τη νόσο χωρίς να υπάρχει μεγάλη αγγειακή βλάβη (Evoke μελέτη) και στη δεύτερη συμμετέχουν 50 έλληνες ασθενείς που πάσχουν από τη νόσο Αλτσχάιμερ και έχει διαπιστωθεί πως έχουν και αγγειακές αλλοιώσεις στη μαγνητική τομογραφία (Evoke+ μελέτη)».
Μια σημαντική λεπτομέρεια, ώστε να διαπιστώσει κανείς τον όγκο των δεδομένων που λαμβάνουν οι ερευνητές την τρέχουσα περίοδο από τη διεξαγωγή των συγκεκριμένων ερευνών, στις οποίες συντρέχουν συνολικά επτά ελληνικά ερευνητικά κέντρα, είναι ότι στην πρώτη μελέτη συμμετέχουν 1.855 εθελοντές, ενώ εξετάστηκαν 4.826 ασθενείς, και στη δεύτερη μελέτη συμμετέχουν συνολικά 1.953 εθελοντές, ενώ εξετάστηκαν 5.158 ασθενείς.
Πλέον, όπως εξηγεί η καθηγήτρια, οι επιστήμονες βρίσκονται εν αναμονή των πρώτων αποτελεσμάτων που υπολογίζεται ότι θα έρθουν στο φως της δημοσιότητας τον ερχόμενο Οκτώβριο, δεδομένου ότι η μελέτη άρχισε τον Σεπτέμβριο του 2021. «Η σιμαγλουτίδη χρησιμοποιείται ευρέως στον σακχαρώδη διαβήτη και στην παχυσαρκία, αλλά έχει και ιστορία έρευνας στη νόσο Αλτσχάιμερ διάρκειας τουλάχιστον 20 ετών. Σε μελέτες που έγιναν σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη η σιμαγλουτίδη ελάττωσε τον κίνδυνο της διάγνωσης της νόσου Αλτσχάιμερ κατά 40%-70% σε σχέση με άλλα αντιδιαβητικά φάρμακα. Ο κύριος μηχανισμός δράσης της είναι η επίδρασή της στις διαδικασίες της φλεγμονής και της λειτουργίας των αγγείων και ίσως μέσω αυτών των μηχανισμών να επιβραδύνεται η εξέλιξη της νόσου Αλτσχάιμερ».
Μία ακόμη σημαντική λεπτομέρεια που κάνει την επιστημονική κοινότητα να δηλώνει συγκρατημένα αισιόδοξη είναι και το γεγονός πως στην περίπτωση που τεκμηριωθούν οι θεραπευτικές ιδιότητες της σιμαγλουτίδης και στο πεδίο αυτό, τότε οι ασθενείς θα έχουν στη διάθεσή τους την πρώτη θεραπεία διά στόματος, σε αντίθεση με τα φάρμακα που ήδη έχουν εγκριθεί και δίνονται ενδοφλέβια. Σε αυτή τη σκληρή κούρσα ενάντια στον χρόνο και τον πιο αδυσώπητο… ληστή του νου, την Αλτσχάιμερ, η επιστήμη φαίνεται πιο αποφασισμένη από ποτέ να περάσει πρώτη τη γραμμή του τερματισμού. Οπως σημειώνει σε πρόσφατο δημοσίευμά του το «Economist», το 2025 διεξάγονται 182 κλινικές δοκιμές – αριθμός αυξημένος κατά 11% σε σχέση με πέρυσι. Στις μελέτες αυτές δοκιμάζονται συνολικά 138 υποψήφια φάρμακα, με 12 από αυτά να βρίσκονται στο τελικό και πιο κρίσιμο στάδιο των δοκιμών, δηλαδή τη φάση 3, και αναμένεται να ολοκληρωθούν εντός του έτους.
Παρά την αισιοδοξία, εντούτοις, οι ερευνητές είναι συγκρατημένοι, δεδομένου του ότι, παρά τη σημαντική πρόοδο, η νόσος Αλτσχάιμερ εξακολουθεί να αντιστέκεται στις προσπάθειες των ερευνητών, κάτι που την κατατάσσει στα πιο απαιτητικά ερευνητικά μέτωπα. Είναι ενδεικτικό ότι από το 1995 έως το 2021 επενδύθηκαν 42,5 δισ. δολάρια από ιδιωτικούς φορείς, όμως περισσότερες από 140 δοκιμές απέτυχαν.
Ισως το πιο ελπιδοφόρο στοιχείο να μην είναι μόνο ο αριθμός των νέων θεραπειών, αλλά η κατεύθυνση που έχει λάβει πλέον η επιστημονική προσέγγιση. Οι ερευνητές δεν περιορίζονται πια στη μελέτη μιας και μόνο αιτίας – όπως παλαιότερα με τις πρωτεΐνες β-αμυλοειδές και Τ –, αλλά εξετάζουν ένα ολόκληρο φάσμα πιθανών παραγόντων που εμπλέκονται στην έναρξη και εξέλιξη της νόσου: από τη χρόνια φλεγμονή και τη νευροεκφύλιση μέχρι αγγειακές διαταραχές και μεταβολικές δυσλειτουργίες, η σύγχρονη έρευνα αντικατοπτρίζει μια όλο και πιο βαθιά κατανόηση της πολυπλοκότητας της άνοιας.
Εν τω μεταξύ, και όπως αναφέρεται στο ίδιο δημοσίευμα, ανάμεσα στις δεκάδες ερευνητικές προσπάθειες, δύο γνωστές και συνακόλουθα δοκιμασμένες (για άλλες παθήσεις) φαρμακευτικές ουσίες φαίνεται να ξεχωρίζουν, κεντρίζοντας το ερευνητικό ενδιαφέρον.
Η πιρομελατίνη (piromelatine), μια ουσία που δρα στους υποδοχείς μελατονίνης και σεροτονίνης, φαίνεται να παίζει ρόλο – κλειδί στη ρύθμιση του ύπνου. Ωστόσο, η επιστημονική κοινότητα εξετάζει πλέον μια πολύ πιο φιλόδοξη δράση της: την πιθανή ικανότητά της να απομακρύνει τις τοξικές πρωτεΐνες που συσσωρεύονται στον εγκέφαλο και ευθύνονται για την απώλεια μνήμης – το βασικό χαρακτηριστικό της νόσου Αλτσχάιμερ.
Την ίδια στιγμή, ένα άλλο φάρμακο με τελείως διαφορετική αρχική χρήση μπαίνει δυναμικά στο προσκήνιο. Το AR1001 (mirodenafil), που είχε αναπτυχθεί αρχικά για τη στυτική δυσλειτουργία, δοκιμάζεται σήμερα για τις νευροπροστατευτικές του ιδιότητες, καθώς φαίνεται να επηρεάζει θετικά την αιμάτωση του εγκεφάλου και τη νευρωνική λειτουργία.
Η λύση για τη νόσο Αλτσχάιμερ ίσως, τελικά, να μη βρίσκεται σε… παλιές συνταγές που σχεδιάστηκαν για άλλες ασθένειες, αλλά στην καινοτομία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η στροφή ολοένα και περισσότερων ερευνητικών ομάδων προς νέες αναζητήσεις, με αιχμή του δόρατος τη φλεγμονή στον εγκέφαλο – έναν μηχανισμό που φαίνεται να παίζει κομβικό ρόλο στην εξέλιξη της νόσου.
Στο επίκεντρο αυτής της νέας προσέγγισης βρίσκονται τα μικρογλοιακά κύτταρα. Οπως χαρακτηριστικά περιγράφεται, τα κύτταρα αυτά λειτουργούν σαν πυροσβεστική, αστυνομία και υπηρεσία καθαριότητας ταυτόχρονα, επεμβαίνοντας σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, διατηρώντας την τάξη και καθαρίζοντας τα συντρίμμια που προκαλούν φλεγμονή και εκφυλισμό.
Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύσσονται νέα φάρμακα που στοχεύουν την πρωτεΐνη trem2, η οποία βρίσκεται στην επιφάνεια των μικρογλοιακών κυττάρων. Ο στόχος είναι να ενισχυθεί η «καθαριστική» και προστατευτική τους δράση, ώστε να περιοριστεί η καταστροφή του νευρικού ιστού. Παράλληλα, όμως, συνδυασμοί υπαρχόντων φαρμάκων, που είχαν αρχικά αναπτυχθεί για ασθένειες όπως ο καρκίνος και ο ιός HIV, δοκιμάζονται επίσης πλέον για τις πιθανές νευροπροστατευτικές τους ιδιότητες.
Πώς λειτουργεί η νέα θεραπευτική προσέγγιση
Η πειραματική γονιδιακή θεραπεία, γνωστή στην ερευνητική κοινότητα ως AVB-101, εγχέεται στον εγκέφαλο από νευροχειρουργό χρησιμοποιώντας μια κάνουλα τόσο λεπτή όσο μια κλωστή. Η διαδικασία διαρκεί 90 λεπτά, ενώ απαιτείται μαγνητική τομογραφία (MRI) τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού της επέμβασης.
Με τον τρόπο αυτό παρέχεται στον εγκέφαλο ένα λειτουργικό αντίγραφο του γονιδίου της προγρανουλίνης για την αποκατάσταση της πρωτεΐνης στις προσβεβλημένες περιοχές. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι, εφόσον οι μελέτες το τεκμηριώσουν, θα πρόκειται για μια εφάπαξ θεραπεία.
Οι προσπάθειες όμως δεν σταματούν εδώ. Δύο ακόμη γονιδιακές θεραπείες βρίσκονται υπό ανάπτυξη στις ΗΠΑ και στη Δανία. Η πρώτη χορηγείται απευθείας στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, ενώ η δεύτερη αφορά μία από του στόματος κάψουλα, που είναι σχεδιασμένη ώστε να δρα στο γονίδιο GRN και ήδη δοκιμάζεται σε ένα από τα κορυφαία πανεπιστημιακά νοσοκομεία του University College του Λονδίνου.
*Από την Μάρθα Καϊτανίδη