Παλαιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι ο διαβήτης τύπου 2 μπορεί να επηρεάσει τη γονιμότητα μειώνοντας την ποιότητα και την ποσότητα του σπέρματος. Ωστόσο, πρόσφατα ευρήματα δείχνουν ότι αυτό ισχύει ακόμα και όταν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα είναι κάτω από το όριο που απαιτείται για να διαγνωστεί κάποιος με διαβήτη.

Πιο συγκεκριμένα, νέα μελέτη αποκάλυψε ότι η κατανάλωση τροφών που αυξάνουν έστω και ελαφρώς τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μπορεί να οδηγήσει σε υπογονιμότητα και στυτική δυσλειτουργία. Τα ευρήματα έρχονται σε μια περίοδο κατά την οποία η ανδρική υπογονιμότητα φαίνεται να παρουσιάζει αύξηση, με την ποιότητα του σπέρματος να έχει μειωθεί κατά το ήμισυ τα τελευταία πενήντα χρόνια.

Οι ερευνητές επισημαίνουν πως οι άνδρες είναι σημαντικό να λάβουν αποφάσεις όσον αφορά γενικότερα τον τρόπο της ζωής τους έτσι ώστε να προστατεύσουν  την αναπαραγωγική τους υγεία. Ως προς τη διατροφή τους, οι αλλαγές μπορεί να περιλαμβάνουν την αποφυγή ροφημάτων με ζάχαρη, λευκού ψωμιού, λευκού ρυζιού, αρτοσκευασμάτων και επεξεργασμένων σνακ, τα οποία αυξάνουν τα επίπεδα του σακχάρου.

Γονιμότητα και διατροφή: Αναλυτικά η έρευνα

Η μελέτη, η οποία περιελάμβανε 200 άνδρες ηλικίας από 18 έως 85 ετών, ξεκίνησε το 2014 και ολοκληρώθηκε το 2020.

Οι ερευνητές μελέτησαν προοδευτικές αλλαγές στο σπέρμα και τα ορμονικά προφίλ των ανδρών, στη στυτική λειτουργία και την μεταβολική τους υγεία τους, δηλαδή στον δείκτη μάζας σώματος και στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.

Παρόλο που με την πάροδο του χρόνου τα επίπεδα ορμονών και οι παράμετροι του σπέρματος παρέμειναν εντός φυσιολογικών ορίων, η κινητικότητα των σπερματοζωαρίων και η στυτική λειτουργία μειώθηκαν στους άνδρες με ελαφρώς αυξημένα επίπεδα σακχάρου.

Διαπιστώθηκε επίσης ότι, ενώ τα επίπεδα τεστοστερόνης δεν είχαν άμεση επίδραση στη στυτική δυσλειτουργία, σχετίζονταν με τη λίμπιντο, δηλαδή την επιθυμία για σεξ.

Ο γιατρός και καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Μύνστερ στη Γερμανία, Δρ Μίκαελ Τσίτσμαν παρουσίασε τα ευρήματα στο ετήσιο συνέδριο της Ενδοκρινολογικής Εταιρείας στο Σαν Φρανσίσκο, Καλιφόρνια. Ο ίδιος δήλωσε:

«Ελπίζουμε πως οι πληροφορίες που προέκυψαν από αυτή τη μελέτη να βοηθήσουν τους γιατρούς και τους ασθενείς τους να προβούν σε αποτελεσματικά πλάνα διατήρησης της ανδρικής σεξουαλικής υγείας. Γνωρίζουμε πλέον ότι είναι στο χέρι μας να προστατεύσουμε τη σεξουαλική και αναπαραγωγική μας ευεξία, ακόμη και όσο μεγαλώνουμε».

Ωστόσο, άλλες έρευνες έχουν προτείνει διαφορετικές θεωρίες για την αύξηση της υπογονιμότητας και των προβλημάτων στύσης στους νεαρούς άνδρες.

Παράγοντες του τρόπου ζωής που μπορούν να προκαλέσουν ανδρική υπογονιμότητα περιλαμβάνουν το κάπνισμα και την κατανάλωση αλκοόλ. Επιπλέον, τραυματισμούς ή βλάβες στους όρχεις στο παρελθόν, καθώς και ιστορικό καρκίνου. Μία από τις κύριες αιτίες της υπογονιμότητας θεωρείται επίσης ότι είναι η απόφαση των ανδρών να αποκτήσουν παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η μείωση της ποιότητας του σπέρματος τα τελευταία χρόνια, πιστεύεται τέλος ότι μπορεί να οφείλεται και στην έκθεση σε βιομηχανικές χημικές ουσίες. Πρόκειται για ουσίες που διαταράσσουν τις ορμόνες και μπορούν να οδηγήσουν σε δυσγενεσία των όρχεων, γεγονός που επηρεάζει τη γονιμότητα.