Η περίοδος μεταξύ 1965 και 2012, περίπου μεταξύ της Σεξουαλικής Επανάστασης και της ανόδου των εφαρμογών γνωριμιών, ήταν μια εποχή μεγάλης αλλαγής για τον αμερικανικό ρομαντισμό. Ωστόσο, μετά το 2010 η μαγεία εξαφανίστηκε και αναδύθηκε η σημερινή νεοφεουδαρχική τάξη, με τους αλγόριθμους να παίζουν το ρόλο των αυστηρών γονέων και των χωριατών που ασχολούνται με τα πάντα.

Για τον Αμερικανό θεατρικό συγγραφέα Μάθιου Γκάσντα ο ρομαντισμός έδωσε τη θέση του –δυστυχώς στην οικονομία των «situationships».

«Δημιουργημένη από αλγόριθμους, αυτή είναι μια κουλτούρα όπου η κοινωνική θέση, η γεωγραφία, τα χρήματα και τα έθιμα αποκτούν δύναμη να επιλέγουν για εμάς με τρόπους που θυμίζουν προ-μοντέρνους κανόνες» επισημαίνει ο Γκάσντα στο Unherd.

«Αντί για παρεμβατικούς, κοινωνικά ευαισθητοποιημένους γονείς, υπάρχουν τώρα αισθητήρες και προστατευτικές ζώνες που αγνοούν τους παλμούς του ρομαντισμού και αποθαρρύνουν όποιον θα ήθελε να πιστεύει πως είναι ελεύθερος να επιλέξει. Αυτό δεν ήταν πάντα έτσι».

Αυτή τη φορά, λέει, οι εφαρμογές γνωριμιών που καθορίζουν την κάστα, με σήματα κοινωνικής κατάστασης να είναι διακριτικά ενσωματωμένα σχεδόν σε κάθε πλατφόρμα κοινωνικών μέσων.

«Από τους δείκτες Elo που μετρούν την ελκυστικότητα και την κοινωνική ελκυστικότητα, μέχρι τον αριθμό των ακολούθων και τα φίλτρα που χρησιμοποιούνται για να κρατούν έξω τους «κατώτερους», μετρήσιμα δίκτυα επιδράσεων και η συμπεριφορική μηχανική ρυθμίζουν το πώς σκεφτόμαστε και τι υποτίθεται ότι πρέπει να νιώθουμε, δομώντας τις επιλογές μας με βαθύ αλλά συχνά αόρατο τρόπο» σημειώνει.

Σαν θεατρικός συγγραφέας ο Γκάσντα δεν θα μπορούσε να καταδείξει καλύτερα αυτή την αλλαγή, παρά μέσα από τη θεματολογία των ταινιών αυτής της περίοδου.

Η ταινία «Blue Valentine» (2010) σηματοδοτεί αυτή την αλλαγή: η ελεύθερη ρομαντική επιλογή μεταξύ κοινωνικών τάξεων οδηγεί σε τραγωδία και ντροπή.

«Ο αισιόδοξος γιάπης Μπούμερ έχει φύγει· ήρθε η απαισιόδοξη γενιά των Millennials» λέει.

Πρώτα η φήμη, μετά το δέσιμο

Σε αυτήν την εποχή, ο ρομαντισμός αφορά λιγότερο τον έρωτα και περισσότερο το αν «τα κατάφερες»: πρώτα η φήμη, μετά το δέσιμο. Το επιτυχημένο ντεμπούτο του Lorde το 2013, «Royals», σηματοδοτεί την εμμονή της δεκαετίας με την κοινωνική θέση και την επίδειξη αυτής.

Στο «Marriage Story» του Noah Baumbach, οι επαγγελματικές απογοητεύσεις διαλύουν μια ερωτική ένωση. Η πρωτοποριακή σειρά «Fleabag» της Phoebe Waller-Bridge αφορά κάποιον που είναι βασικά αδύνατος να αγαπήσει ή ανίκανος για αγάπη. Το τραγούδι «Forever» της Charli XCX (2020) συμπυκνώνει την τελευταία μετάβαση από την οικονομία της ρομαντικής κωμωδίας, όπου η επιλογή επικυρωνόταν, στην οικονομία των «situationships», όπου η πραγματική επιλογή είναι αδύνατη και ατελείωτα αναβλημένη. Το «Forever» ερμηνεύεται από μια κατακερματισμένη συνείδηση που ιδεαλοποιεί κάτι που ποτέ δεν υπήρξε: ρίζα, ιστορικά διαμεσολαβημένη, διαρκής αγάπη.

Παρομοίως, το reboot του «High Fidelity» (2020) με τη Zoë Kravitz, λέει ο συγγραφέας, «παίρνει την αγαπημένη ρομαντική κωμωδία της γενιάς Χ και την μετατρέπει σε μια καταθλιπτική, σέπια εικόνα καταναλωτικής δυσαρέσκειας». Η αγορά λειτουργούσε στην ταινία του 2000, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Nick Hornby. Αλλά στη σειρά του 2020, η αγορά είναι σπασμένη. Ο hipster του δισκάδικου στην αρχική ταινία ακόμα να βρει αγάπη που να ταιριάζει στα γούστα του. Στο remake όμως του 2020 δεν μπορεί, παρατηρεί ο Γκάσντα.

«Αυτή η κατάρρευση της προσωπικής επιλογής αντανακλά μια μεγαλύτερη κατάρρευση της πίστης σε συστήματα που κάποτε υποσχόταν αφθονία και σύνδεση. Η οικονομία των «situationships» -η επιστροφή σε ένα σύστημα που θυμίζει κάστα αλλά χωρίς την οριστικότητα των προξενητών γάμων- είναι μια λεπτή και αόρατη ανατροπή μιας περιόδου όπου η κουλτούρα γιόρταζε την ρομαντική επιλογή (την οικονομία της ρομαντικής κωμωδίας), την κουλτούρα στην οποία μεγάλωσαν όσοι γεννήθηκαν μεταξύ 1980 και 2010, αλλά όχι αυτή που κληρονόμησαν (ή συνέβαλαν να δημιουργηθεί). Η αναμενόμενη προσδοκία, με άλλα λόγια, είναι η ελευθερία της επιλογής. Όμως η πραγματικότητα -μετά το iPhone και, όλο και περισσότερο, μετά την τεχνητή νοημοσύνη- είναι ζοφερά ντετερμινιστική».

Φιλελευθεροποίηση μέσω της υποταγής σε πλατφόρμες

Όπως και με τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, το παράδοξο της ρομαντικής φιλελευθεροποίησης είναι ότι γέννησε το αντίθετό της, λέει ο συγγραφέας. Δηλαδή «μια αίσθηση ακραίας υπερ-προσδιοριστικότητας και υποταγής στον αλγόριθμο και στη κοινωνική λογική που είναι ενσωματωμένη μέσα του. Έχει χαθεί η μετα-παγκοσμιοποιητική φαντασίωση της εύρεσης συντρόφου σε άλλο μέρος του κόσμου ή πέρα από τις οικονομικές τάξεις, μέσω ενός συνδυασμού λογικής και έντονου συναισθήματος, όπως στα έργα της Austen. Οι δασμοί της εποχής Τραμπ και η οικονομική αναπροσαρμογή αντανακλούν αυτή την πολιτισμική αλλαγή και στον υλικό κόσμο».

Εκεί δηλαδή που την 30ατία 1980-2010, οι εργένηδες ήταν «επιχειρηματίες» στην αγορά του ρομαντισμού, μετά το 2010, όλο και περισσότερο έγιναν «πρώτες ύλες για εκμετάλλευση» και συσκευασία, σημειώνει.

«Έχουμε εκπαιδευτεί να πουλάμε τον εαυτό μας ως προϊόν, να περιμένουμε ότι το «προϊόν» μας μπορεί να καταταχθεί, και να πιστεύουμε ότι μας αξίζουν προϊόντα παρόμοιου επιπέδου. Άνδρες και γυναίκες, αν και με διαφορετικό τρόπο, πλέον εμμονικά δηλώνουν τις προτιμήσεις τους σε εφαρμογές όπως το Hinge: ύψος, βάρος, ηλικία, θρησκεία, πολιτική. «Όχι υποστηρικτές του Τραμπ. Κανείς κάτω από 1,83 μέτρα. Κανείς πάνω από 25. Δεν ψάχνω κάτι σοβαρό.» Αυτές δεν είναι οι απόψεις ή οι συμπεριφορές ανθρώπων που πιστεύουν ότι η αγάπη είναι ένας αρμονικός συνδυασμός εξαιρετικά πολύπλοκων στάσεων. Είναι μάλλον απόψεις ανθρώπων γοητευμένων από μια σκληρή ωφελιμιστική λογική και μια οπτική της κοινωνικής τάξης ως ανυπέρβλητου φραγμού».

Η ιστορία διαμορφώνει τον ρομαντισμό

Για τον Μάθιου Γκάσντα, το μάθημα εδώ είναι ότι κάθε εποχή του ρομαντισμού, της αγάπης, του φλερτ και του γάμου είναι ιστορικά διαμορφωμένη.

«Μέσα από ένα κοσμικό πρίσμα, κανένας συγκεκριμένος ρομαντικός τρόπος ή συνήθεια δεν μπορεί να παρουσιαστεί ως οριστικός ή παγκόσμιος. Και όμως, παράδοξα, αφαιρώντας τα ρομαντικά μας τυφλά σημεία και βλέποντας τον εαυτό μας ως προϊόν κοινωνικής και ιστορικής διαμόρφωσης, μπορούμε να δώσουμε προσοχή σε στοιχεία μιας κοινής και διαρκούς ανθρώπινης κατάστασης: το βαθύτερο δυναμικό μας να παίξουμε έναν ενεργό, αντί για παθητικό, ρόλο στις θεμελιώδεις δεσμεύσεις και επιλογές μας».

Γιατί τελικά, λέει η Jane Austen είναι προτιμότερη από τον Flaubert· η Elizabeth και ο Darcy καλύτεροι από τον Charles και την Emma και έτσι οι κλασικές ρομαντικές κωμωδίες εξακολουθούν να συγκινούν.

Υπάρχει κάτι συγκινητικό στην πιθανότητα δύο ανθρώπων να επιλέξουν ο ένας τον άλλον έξω από το πεδίο κοινωνικών εθίμων και πιέσεων. Όμως αυτό που κάνει τον ρομαντισμό διασκεδαστικό, που φέρνει απόλαυση και όχι τραγωδία, είναι πάντα ένα στοιχείο κυνισμού, κοσμικής κόπωσης και διορατικότητας από πλευράς των πρωταγωνιστών· ο έρωτας δεν ξεκινά με ψευδαισθήσεις· πρέπει πρώτα να οικοδομήσει πρακτικά οράματα για να τις αντικαταστήσει. Η υπερηφάνεια και οι προκαταλήψεις -ή στη δική μας περίπτωση, η τεχνολογική εθιστικότητα και η ηθική αδράνεια- πρέπει να ξεπεραστούν.