Καθώς οι διαδικτυακές γνωριμίες γίνονται όλο και πιο διαδεδομένες σε παγκόσμιο επίπεδο, μια νέα διεθνής μελέτη υπογραμμίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο γνωρίζονται τα ζευγάρια μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα των ρομαντικών τους σχέσεων. Δημοσιευμένη στο περιοδικό Telematics and Informatics, η έρευνα διαπίστωσε ότι οι σύντροφοι που γνωρίστηκαν εκτός διαδικτύου, με τους παραδοσιακούς δηλαδή τρόπους, ανέφεραν συνήθως υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τις σχέσεις τους και βίωναν μεγαλύτερη αγάπη σε σύγκριση με εκείνους που γνωρίστηκαν διαδικτυακά.
Τα ευρήματα βασίστηκαν σε αντιπροσωπευτικά δείγματα από πολλές χώρες, προσφέροντας μία από τις πιο εκτενείς αναλύσεις μέχρι σήμερα του τρόπου με τον οποίο η ψηφιακή γνωριμία συνδέεται με την οικειότητα.
Η μελέτη προέκυψε στα πλαίσια του αυξανόμενου επιστημονικού ενδιαφέροντος σχετικά με το πώς η τεχνολογία επαναδιαμορφώνει τις ανθρώπινες σχέσεις.
Κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι ιστοσελίδες γνωριμιών και οι εφαρμογές έχουν γίνει κοινά εργαλεία για την έναρξη ρομαντικών συνδέσεων. Σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι διαδικτυακές πλατφόρμες έχουν ήδη γίνει ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να γνωρίζονται τα ζευγάρια. Αλλά ενώ αυτές οι πλατφόρμες έχουν ανοίξει νέες δυνατότητες σύνδεσης — διευρύνοντας τους κοινωνικούς κύκλους, γεφυρώνοντας γεωγραφικές αποστάσεις και προσφέροντας περισσότερες επιλογές — παραμένει ασαφές το πώς αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν τις μακροχρόνιες σχέσεις. Προηγούμενες μελέτες είχαν καταλήξει σε αντικρουόμενα ευρήματα. Κάποιες έρευνες υποστήριξαν ότι τα ζευγάρια που γνωρίστηκαν διαδικτυακά είχαν πιο σταθερούς γάμους και χαμηλότερα ποσοστά διαζυγίων. Άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά ή ότι η ικανοποίηση ήταν μικρότερη στις σχέσεις που ξεκίνησαν διαδικτυακά. Πολλές από αυτές τις μελέτες, ωστόσο, βασίστηκαν σε περιορισμένα πολιτιστικά πλαίσια. Η παρούσα μελέτη επιδίωξε να καλύψει αυτά τα κενά εξετάζοντας τη δημιουργία σχέσεων διαδικτυακά και εκτός διαδικτύου σε ένα ευρύ και ποικιλόμορφο διεθνές δείγμα.
Αναλυτικά η έρευνα
Για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές συγκέντρωσαν πάνω από 10.000 ενήλικες από 50 χώρες, χρησιμοποιώντας αντιπροσωπευτικά ποσοστά με βάση την ηλικία, το φύλο και τη διαμονή σε αστικές ή αγροτικές περιοχές. Από αυτούς, οι 6.646 ήταν σε ρομαντική σχέση κατά τη διάρκεια της μελέτης και αποτέλεσαν το κύριο αντικείμενο της ανάλυσης.
Οι συμμετέχοντες ολοκλήρωσαν διαδικτυακές έρευνες που τους ζητούσαν να απαντήσουν πώς γνώρισαν τον τωρινό τους σύντροφο (διαδικτυακά ή εκτός διαδικτύου), πόσο ικανοποιημένοι ήταν από τη σχέση τους και πόσο έντονα βίωναν τα συναισθήματα της οικειότητας, του πάθους και της δέσμευσης. Αυτές οι παράμετροι μετρήθηκαν χρησιμοποιώντας την Κλίμακα Τριγωνικής Αγάπης (Triangular Love Scale), ένα επίσημο εργαλείο στην ψυχολογική έρευνα. Οι ερευνητές συγκέντρωσαν επίσης δεδομένα για την ηλικία, το φύλο, το επίπεδο εκπαίδευσης, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των συμμετεχόντων και το πόσο καιρό ήταν με τον/την σύντροφό τους.

Για να εξασφαλίσουν μια δίκαιη σύγκριση μεταξύ των ζευγαριών που γνωρίστηκαν διαδικτυακά και εκτός, η ομάδα χρησιμοποίησε στατιστικούς ελέγχους και μια τεχνική που ονομάζεται «αντιστοίχιση σκορ προδιάθεσης» (propensity score matching), η οποία λαμβάνει υπόψη τις προϋπάρχουσες διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων. Αυτή η προσέγγιση βοηθά στη μείωση της επιρροής παραπλανητικών παραγόντων, όπως η διάρκεια της σχέσης ή το οικονομικό υπόβαθρο.
Η ανάλυση έδειξε ότι το 16% των συμμετεχόντων συνολικά είχε γνωρίσει τον σύντροφό τους διαδικτυακά, ποσοστό που ανέβηκε στο 21% μεταξύ εκείνων των σχέσεων που ξεκίνησαν μετά το 2010. Το ποσοστό διαφοροποιούνταν έντονα από χώρα σε χώρα, κυμαινόμενο από 33% στην Πολωνία έως μόλις 7% στη Γκάνα. Στους Αμερικανούς συμμετέχοντες της μελέτης, περίπου το 50% των σχέσεων που ξεκίνησαν το 2023 είχαν αρχίσει διαδικτυακά.
Οι ερευνητές δεν βρήκαν σημαντικές διαφορές στα ποσοστά γνωριμίας μέσω διαδικτύου με βάση το φύλο, την ηλικία, το επίπεδο εκπαίδευσης ή το αν οι συμμετέχοντες ζούσαν σε αγροτικές ή αστικές περιοχές. Αυτό υποδηλώνει ότι η ψηφιοποίηση των γνωριμιών έχει γίνει προσβάσιμη σε διάφορες δημογραφικές ομάδες.
«Τα ποσοστά ήταν παρόμοια σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, κάτι που υποδηλώνει ότι η διαδικτυακή γνωριμία έχει γίνει τόσο προσβάσιμη όσο και κοινωνικά αποδεκτή σε κάθε ηλικία παγκοσμίως», δήλωσαν οι ερευνητές.
Στο σύνολο του παγκόσμιου δείγματος, οι συμμετέχοντες που γνώρισαν τον σύντροφό τους εκτός διαδικτύου ανέφεραν ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τη σχέση τους και μεγαλύτερη ένταση σε όλα τα τρία βασικά συστατικά της αγάπης: οικειότητα, πάθος και δέσμευση. Αυτές οι διαφορές ήταν στατιστικά σημαντικές και παρέμειναν σταθερές ακόμα και αφού λήφθηκαν υπόψη παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, η διάρκεια της σχέσης, το κοινωνικοοικονομικό στάτους και άλλες μεταβλητές.
Αν και οι διαφορές στην ικανοποίηση, την οικειότητα και το πάθος ήταν σχετικά μικρές, το χάσμα στη δέσμευση ήταν κάπως πιο έντονο. Αυτό το μοτίβο παρατηρήθηκε σε πολλές από τις 50 χώρες που περιλαμβάνονταν στη μελέτη, υποδηλώνοντας μια συνεπή σύνδεση μεταξύ των καταστάσεων γνωριμίας εκτός διαδικτύου και των πιο ισχυρών δεσμών.
Οι μετέπειτα αναλύσεις αποκάλυψαν ότι αυτές οι διαφορές ήταν πιο έντονες μεταξύ των ανδρών και των ατόμων άνω των 33 ετών. Για τους νεότερους συμμετέχοντες και τις γυναίκες, το χάσμα μεταξύ των ζευγαριών που γνωρίστηκαν διαδικτυακά και εκτός διαδικτύου ήταν μικρότερο.
«Κατά μέσο όρο, τα ζευγάρια που γνωρίστηκαν εκτός διαδικτύου ανέφεραν ελαφρώς υψηλότερη ικανοποίηση από τη σχέση τους και περισσότερη αγάπη από εκείνα που γνωρίστηκαν διαδικτυακά, με τη μεγαλύτερη διαφορά να εντοπίζεται στη δέσμευση. Ωστόσο, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι αυτά είναι μέσες τάσεις. Πολλά ζευγάρια που γνωρίστηκαν διαδικτυακά έχουν ευτυχισμένες σχέσεις. Τα αποτελέσματά μας υποδεικνύουν ότι ο τρόπος με τον οποίο ξεκινά μια σχέση μπορεί να συνδέεται με τις μετέπειτα εμπειρίες, αλλά είναι μόνο ένας από τους πολλούς παράγοντες που διαμορφώνουν την ποιότητα της σχέσης», ανέφεραν οι επιστήμονες.
Η μελέτη δεν παρέχει οριστικές εξηγήσεις για το γιατί οι σχέσεις που ξεκινούν διαδικτυακά είναι ελαφρώς λιγότερο ικανοποιητικές, αλλά οι ερευνητές προτείνουν αρκετούς πιθανούς παράγοντες που ενδέχεται να εξηγούν τις παρατηρούμενες διαφορές.
Γιατί οι διαδικτυακές σχέσεις τείνουν να είναι λιγότερο ικανοποιητικές;
Ένας πιθανός λόγος είναι ότι τα ζευγάρια που γνωρίζονται διαδικτυακά τείνουν να είναι λιγότερο όμοια σε επίπεδο υποβάθρου — όπως εκπαίδευση, θρησκεία και εθνικότητα — σε σχέση με εκείνα που γνωρίζονται μέσω κοινών κοινωνικών δικτύων. Χαμηλότερα επίπεδα “ομογαμίας” (ομοιότητας συντρόφων) έχουν στο παρελθόν συνδεθεί με χαμηλότερη ποιότητα σχέσης.
Ένας άλλος παράγοντας που μπορεί να συμβάλλει είναι η φύση των διαδικτυακών γνωριμιών. Οι υπερβολικές επιλογές μπορεί μερικές φορές να οδηγήσουν σε αναποφασιστικότητα ή μειωμένη ικανοποίηση με την τελική επιλογή. Προηγούμενη έρευνα έχει δείξει ότι οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι έχουν πολλές εναλλακτικές ως προς την επιλογή συντρόφων μπορεί να είναι πιο πιθανό να συγκρίνουν αρνητικά τον τωρινό τους σύντροφο.
Υπάρχουν επίσης στοιχεία που δείχνουν ότι τα διαδικτυακά προφίλ συχνά περιλαμβάνουν παραποιήσεις. Όταν οι προσδοκίες που βασίζονται στις ψηφιακές προσωπικότητες συγκρούονται με την πραγματικότητα, αυτό μπορεί να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη και την ικανοποίηση.
Παρά τα πλεονεκτήματά της, η μελέτη έχει κάποιους περιορισμούς. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια απλή δυαδική κατηγοριοποίηση του πλαισίου γνωριμίας — διαδικτυακό ή εκτός διαδικτύου — χωρίς να διαχωρίζουν τους διάφορους τύπους διαδικτυακών πλατφορμών. Είναι πιθανό οι σχέσεις που δημιουργούνται σε παραδοσιακές ιστοσελίδες γνωριμιών να διαφέρουν από εκείνες που ξεκινούν σε εφαρμογές για κινητά ή μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η μελλοντική έρευνα θα μπορούσε να εξετάσει αυτές τις διαφορές με περισσότερη λεπτομέρεια.
Η μελέτη ήταν επίσης διατομική, πράγμα που σημαίνει ότι κατέγραψε μια στιγμιαία εικόνα και δεν παρακολούθησε τα ζευγάρια κατά τη διάρκεια της σχέσης τους.
«Οι γνωριμίες διαδικτυακά μπορεί να φέρουν κοντά ανθρώπους που ίσως να μην είχαν ποτέ συναντηθεί διαφορετικά, πράγμα που αποτελεί μια τεράστια ευκαιρία. Τα ευρήματά μας δεν είναι μια προειδοποίηση κατά των διαδικτυακών γνωριμιών, αλλά μια υπενθύμιση ότι οι ικανοποιητικές, μακροχρόνιες σχέσεις εξαρτώνται από το πώς φροντίζουμε και νοιαζόμαστε για τον/την σύντροφό μας και τη σχέση μας — ανεξαρτήτως από το πού είπαμε το πρώτο γεια», κατέληξαν οι ερευνητές.