Μπορεί η περιστασιακή κατανάλωση αλκοόλ να έχει οφέλη για τον εγκέφαλο; Βρετανοί και Αμερικανοί επιστήμονες ανακάλυψαν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Σύμφωνα με τους ίδιους, η κατανάλωση αλκοόλ, σε οποιοδήποτε επίπεδο, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας. Αυτός ο κίνδυνος φάνηκε να είναι βέβαια μεγαλύτερος (κατά περισσότερο από 40%) για τους βαρείς πότες, ωστόσο, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι εκείνοι που τελικά ανέπτυξαν την πάθηση, συνήθως κατανάλωναν λιγότερο αλκοόλ με την πάροδο των χρόνων. Όπως ανέφεραν, τα ευρήματά τους υποδεικνύουν ότι η μείωση της κατανάλωσης, θα μπορούσε να «παίξει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη της άνοιας», αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να εξηγηθεί ακριβώς το γιατί συμβαίνει αυτό και ποιος είναι ο αντίκτυπος της κατανάλωσης αλκοόλ στην υγεία του εγκεφάλου.
Η Δρ Anya Topiwala, ανώτερη κλινική ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, δήλωσε:
«Τα ευρήματά μας αμφισβητούν την κοινή πεποίθηση ότι οι χαμηλές ποσότητες αλκοόλ είναι ωφέλιμες για την υγεία του εγκεφάλου. Τα γενετικά στοιχεία δεν υποστηρίζουν κανένα προστατευτικό όφελος. Στην πραγματικότητα, υποδεικνύουν το αντίθετο. Ακόμη και η ελαφριά ή μέτρια κατανάλωση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο άνοιας».
Ο Δρ Joel Gelernter, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Yale και ανώτερος συγγραφέας της μελέτης, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό BMJ Evidence Based Medicine, πρόσθεσε:
«Υπήρξε μια εποχή που η ιατρική γνώση φαινόταν να υποστηρίζει ότι η ελαφριά κατανάλωση θα ήταν ωφέλιμη για την υγεία του εγκεφάλου, συμπέρασμα που όπως φαίνεται δεν είναι σωστό.»

Αλκοόλ και άνοια: Αναλυτικά η έρευνα
Η έρευνα αξιολόγησε τα ιατρικά αρχεία 559.559 Βρετανών και Αμερικανών ενηλίκων. Κατά τη διάρκεια τεσσάρων ετών, 14.540 άτομα ανέπτυξαν άνοια.
Τα συμπεράσματα έδειξαν ότι οι βαρείς πότες, που κατανάλωναν είχαν 41% μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης άνοιας σε σύγκριση με όσους κατανάλωναν λιγότερα από επτά αλκοολούχα ποτά την εβδομάδα. Αυτός ο κίνδυνος αυξήθηκε σε 51% για εκείνους που ήταν εξαρτημένοι από το αλκοόλ.
Οι επιστήμονες πραγματοποίησαν επίσης γενετική ανάλυση χρησιμοποιώντας δεδομένα από μελέτες γενετικής συσχέτισης για την άνοια που περιλάμβαναν 2,4 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι ίδιοι χρησιμοποίησαν τρία μέτρα σχετικά με την κατανάλωση αλκοόλ για να εξετάσουν την επίδρασή της στον κίνδυνο άνοιας. Αυτά ήταν: τα εβδομαδιαία ποτά που αναφέρονταν από τους συμμετέχοντες, η προβληματική «επικίνδυνη» κατανάλωση και η εξάρτηση από το αλκοόλ.
Όπως διαπιστώθηκε, όσοι είχαν διπλάσιο γενετικό κίνδυνο εξάρτησης από το αλκοόλ, παρουσίαζαν αύξηση της τάξεως του 16% όσον αφορά τον κίνδυνο άνοιας. Δεν παρατηρήθηκαν προστατευτικά αποτελέσματα από τη χαμηλή κατανάλωση αλκοόλ. Αντίθετα, ο κίνδυνος άνοιας αυξανόταν σταθερά με την αυξημένη γενετικά προβλεπόμενη κατανάλωση αλκοόλ.
Επιπλέον, εκείνοι που τελικά ανέπτυξαν άνοια, συνήθως κατανάλωναν λιγότερο με την πάροδο του χρόνου και κατά τα χρόνια πριν τη διάγνωσή τους.
Ο Δρ Stephen Burgess από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, υπογράμμισε:
«Τα ευρήματά μας δεν ισχύουν μόνο για όσους έχουν συγκεκριμένη γενετική προδιάθεση, αλλά για οποιονδήποτε επιλέγει να καταναλώνει αλκοόλ. Η μελέτη μας υποδεικνύει ότι η μεγαλύτερη κατανάλωση οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο άνοιας ενώ καμιά ποσότητα δεν είναι αθώα καθώς το αλκοόλ είναι άμεσα τοξικό για τους νευρώνες στον εγκέφαλο.»