Ρωτήστε οποιονδήποτε έχει σταματήσει το κάπνισμα και θα σας πει το ίδιο: οι πρώτες μέρες είναι σκληρές. Η επιθυμία για τσιγάρο είναι έντονη, τα συμπτώματα στέρησης κορυφώνονται και κάθε στιγμή μοιάζει με μάχη. Κι όμως, αυτό που περιμένουν οι περισσότεροι μετά τις πρώτες εβδομάδες ή μήνες είναι μια ανάσα – να γίνει επιτέλους πιο εύκολο, το σώμα να αναρρώσει, η επιθυμία να εξασθενίσει και η ζωή χωρίς το τσιγάρο να γίνει η νέα κανονικότητα.

Επιστημονική μελέτη που περιλαμβάνει σχεδόν 2.000 πρώην καπνιστές από τέσσερις χώρες αμφισβητεί αυτήν την υπόθεση. Η ψυχική εξάντληση που προκαλεί η αποχή από το κάπνισμα δεν εξασθενεί ως προγνωστικός παράγοντας με την πάροδο του χρόνου. Όταν οι ερευνητές ανέλυσαν τρεις παράγοντες που επηρεάζουν τη δυσκολία της διακοπής του καπνίσματος — κόπωση, επιθυμία για κάπνισμα και αυτοπεποίθηση — μόνο η κόπωση παρέμεινε σημαντικός προγνωστικός παράγοντας υποτροπής όταν εξετάστηκαν όλοι μαζί.

Ο χρόνος που είχε περάσει από τη διακοπή του καπνίσματος φάνηκε να έχει προστατευτικό αποτέλεσμα. Μάλιστα, η κόπωση προέβλεπε την υποτροπή ανεξάρτητα από το αν κάποιος είχε σταματήσει το κάπνισμα για μήνες ή για χρόνια.

Η κόπωση προγνωστικός παράγοντας της υποτροπής στο κάπνισμα

Ερευνητές από το Deakin University στην Αυστραλία ηγήθηκαν της διεθνούς ομάδας που διεξήγαγε τη μελέτη. Ξεκινώντας την μελέτη, οι ερευνητές υπέθεσαν ότι η προγνωστική ισχύς της κόπωσης από τη διακοπή του καπνίσματος θα εξασθενούσε με την πάροδο του χρόνου, καθώς οι πρώην καπνιστές θα προσαρμόζονταν στις νέες τους συνήθειες.

Τα δεδομένα έδειξαν το αντίθετο: η εξάντληση προέβλεπε υποτροπή με παρόμοια ισχύ, ανεξάρτητα από το πόσο καιρό είχε σταματήσει κάποιος το κάπνισμα.

Στα πλαίσια της μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο Addiction, οι ερευνητές παρακολούθησαν πρώην καπνιστές στον Καναδά, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αγγλία και την Αυστραλία για διάστημα έξι ετών, με ερωτηματολόγια το 2016, το 2018, το 2020 και το 2022. Σε κάθε βασική φάση, οι ερευνητές έθεσαν στους συμμετέχοντες μία ερώτηση: «Σε ποιο βαθμό έχετε κουραστεί να προσπαθείτε να παραμείνετε μη καπνιστές;».

Οι επακόλουθες παρακολουθήσεις πραγματοποιήθηκαν περίπου δύο χρόνια αργότερα, περίοδος που οι ερευνητές έλεγξαν ποιοι είχαν υποτροπιάσει.

Όσοι ανέφεραν ότι ένιωθαν μέτρια κόπωση είχαν 64% περισσότερες πιθανότητες υποτροπής ενώ όσοι ένιωθαν πολύ κουρασμένοι είχαν 81% περισσότερες πιθανότητες υποτροπής. Ο χρόνος που είχε περάσει από τη διακοπή του καπνίσματος δεν μετριάζε την σχέση μεταξύ κόπωσης και υποτροπής. Η επίδραση της κόπωσης παρέμενε σταθερή ανεξάρτητα από το αν κάποιος είχε σταματήσει το κάπνισμα πριν από τρεις μήνες ή πριν από τρία χρόνια.

Γιατί η κόπωση από τη διακοπή παίζει ρόλο ακόμα και χρόνια μετά την διακοπή

Κατά την κοινή λογική, η διακοπή και η αποφυγή του καπνίσματος θα πρέπει να γίνεται ευκολότερη με την πάροδο του χρόνου. Η έντονη επιθυμία μειώνεται, οι καταστάσεις και οι χώροι που συνδέονται με το κάπνισμα χάνουν σταδιακά την «επιρροή» τους και οι πρώην καπνιστές αναφέρουν ότι αισθάνονται πιο υγιείς – αναπνέουν καλύτερα ενώ εξοικονομούν και χρήματα.

Και τα ευρήματα επιβεβαιώνουν εν μέρει τα παραπάνω. Τα άτομα που είχαν σταματήσει το κάπνισμα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα είχαν χαμηλότερα συνολικά ποσοστά υποτροπής. Κάποιος που δεν κάπνιζε για δύο χρόνια είχε 86% λιγότερες πιθανότητες υποτροπής, σε σύγκριση με κάποιον που είχε σταματήσει το κάπνισμα τους τελευταίους τρεις μήνες.

Ωστόσο, οι ερευνητές παρατήρησαν ένα παράδοξο. Όσοι είχαν σταματήσει το κάπνισμα για μεγάλο χρονικό διάστημα είχαν μεν χαμηλότερα συνολικά ποσοστά υποτροπής. Όταν όμως, κάποιος ανέφερε ότι ένιωθε κόπωση από το γεγονός ότι είχε σταματήσει το κάπνισμα, αυτή η κόπωση προέβλεπε υποτροπή με την ίδια ένταση τόσο μετά από χρόνια διακοπής όσο και μετά από μήνες.

Ένα άτομο για παράδειγμα, που σταμάτησε το κάπνισμα για τρία χρόνια και ανέφερε υψηλά επίπεδα κόπωσης παρουσίασε παρόμοια σχετική αύξηση του κινδύνου υποτροπής με ένα άτομο που σταμάτησε το κάπνισμα για τρεις μήνες με το ίδιο επίπεδο κόπωσης, παρόλο που ο αρχικός κίνδυνος του ατόμου που σταμάτησε το κάπνισμα για τρία χρόνια ήταν πολύ χαμηλότερος.

Γιατί οι άνθρωποι υποκύπτουν, ακόμα και μετά από χρόνια διακοπής

Το παραπάνω εύρημα αντανακλά κάτι σημαντικό για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η αλλαγή συμπεριφοράς. Οι σωματικές δυσκολίες της διακοπής του καπνίσματος γίνονται ευκολότερες με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, για ορισμένους ανθρώπους, η ψυχολογική προσπάθεια που απαιτείται για να διατηρήσουν αυτή την αλλαγή δεν ακολουθεί απαραίτητα την ίδια πορεία.

Οι ερευνητές εξέτασαν τρία διαφορετικά κριτήρια: την ένταση της επιθυμίας για κάπνισμα, την σιγουριά για τη διατήρηση της διακοπής και την κόπωση από τη διακοπή (την ψυχική εξάντληση από τη διατήρηση της αποχής). Όταν αναλύθηκαν ξεχωριστά, και τα τρία προέβλεπαν υποτροπή. Ωστόσο, όταν εξετάστηκαν μαζί, μόνο η κόπωση παρέμεινε σημαντική μεταξύ αυτών των κριτηρίων δυσκολίας.

Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει ένα από τα πιο αινιγματικά μοτίβα στην υποτροπή του καπνίσματος: γιατί άτομα που έχουν σταματήσει επιτυχώς το κάπνισμα για μήνες ή ακόμα και χρόνια ξαφνικά υποκύπτουν στο τσιγάρο μετά από κάτι που φαίνεται ως ένα ασήμαντο ερέθισμα.