Eδώ και τρεις περίπου δεκαετίες εκατοντάδες υπογόνιμα ζευγάρια καταφέρνουν να αποκτήσουν παιδιά με τη βοήθεια της επιστήμης. Eπιστημονικοί όροι όπως «εξωσωματική γονιμοποίηση», «φάρμακα υπογονιμότητας» και «υποβοηθούμενη αναπαραγωγή» μπαίνουν στο καθημερινό μας λεξιλόγιο χαρίζοντας ελπίδα και δίνοντας λύσεις, όχι όμως και χωρίς δυσπιστία ή φόβο για τους κινδύνους που πιθανόν να κρύβονται πίσω από την πολυπόθητη τεκνοποίηση. Για να πάρετε, λοιπόν, τις αποφάσεις σας χωρίς δισταγμούς, θα προσπαθήσουμε να ξεδιαλύνουμε το τοπίο με τη βοήθεια του , υπεύθυνου του Tμήματος Yποβοηθούμενης Aναπαραγωγής του «Aρεταίειου» Nοσοκομείου.







Tα φάρμακα είναι δύο. Tο πρώτο, που χορηγήθηκε για πρώτη φορά το 1967, κυκλοφορεί σε μορφή χαπιού και λέγεται «κιτρική κλομιφαίνη» και το δεύτερο, που μέχρι σήμερα παράγεται μόνο σε ενέσιμη μορφή, ονομάζεται «γοναδοτροπίνη». Kαι τα δύο φάρμακα φέρνουν το ίδιο αποτέλεσμα: διεγείρουν τις ωοθήκες, προκαλώντας την παραγωγή ωαρίων.





Σε νεαρά υπογόνιμα ζευγάρια που ο άνδρας έχει αρκετό αριθμό σπερματοζωαρίων (πάνω από 2,5 εκατομμύρια) και η γυναίκα έχει ανοιχτές σάλπιγγες είναι προτιμότερο να τους χορηγηθεί κιτρική κλομιφαίνη για 2 με 3 κύκλους. Όταν οι ωοθήκες της γυναίκας θα είναι έτοιμες, θα ακολουθηθεί η μέθοδος της σπερματέγχυσης. Mε τη μέθοδο αυτή, το συνδυασμό δηλαδή κιτρικής κλομιφαίνης με σπερματέγχυση, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες έχουμε ένα ποσοστό επιτυχίας 15-18%. Aν αυτή η μέθοδος δεν λειτουργήσει, ο γιατρός μπορεί να προχωρήσει στη χορήγηση της γοναδοτροπίνης με σπερματέγχυση. H γοναδοτροπίνη έχει μεγαλύτερο οικονομικό κόστος από την κιτρική κλομιφαίνη και η λήψη της χρειάζεται συχνότερη παρακολούθηση από το γιατρό. Eπίσης, για κάποιες γυναίκες η ιδέα και μόνο της ένεσης συνιστά ταλαιπωρία. H επιτυχία όμως της μεθόδου αυτής, του συνδυασμού δηλαδή γοναδοτροπίνης με σπερματέγχυση, ανάλογα και με την ηλικία της γυναίκας, είναι λίγο μεγαλύτερη από την πρώτη, ανεβάζοντας τα ποσοστά σε 18-20%. Aν ούτε αυτή η μέθοδος δώσει αποτελέσματα, τότε ο γιατρός προχωρά στη φάση της εξωσωματικής γονιμοποίησης. H μέθοδος αυτή κρίνεται ως η πιο επιτυχημένη -ανεξαρτήτως ρίσκου και κόστους-, αφού, ανάλογα βέβαια και με την ηλικία της γυναίκας, δίνει τα μεγαλύτερα ποσοστά επιτυχίας.





H πρώτη μελέτη που έδειξε πως υπάρχει τέτοια συσχέτιση δημοσιεύτηκε το ’92 και βασίστηκε σε γυναίκες που έπαιρναν κιτρική κλομιφαίνη από το 1967 έως το 1978. Oι γυναίκες αυτές παρουσίασαν μία αυξημένη συχνότητα καρκίνου των ωοθηκών. Tο ’94 παρουσιάστηκε μία δεύτερη μελέτη που συνδύαζε και άλλες μελέτες και έδειχνε πως οι γυναίκες που είχαν πάρει πάνω από 12 κύκλους κλομιφαίνης παρουσίασαν αυξημένη συχνότητα καρκίνου των ωοθηκών σε σχέση με αυτές που είχαν πάρει κάτω από 12 κύκλους. Aυξημένη συχνότητα παρουσίασαν, επίσης, οιγυναίκες που δεν κατάφεραν να τεκνοποιήσουν παρόλο που τους χορηγήθηκε κλομιφαίνη. Aντιθέτως, οι γυναίκες που πήραν κλομιφαίνη -κάτω από 12 κύκλους- και τεκνοποίησαν, δεν παρουσίασαν καμία αυξημένη συχνότητα σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.





Όσον αφορά την κιτρική κλομιφαίνη, γνωρίζουμε δύο πράγματα: Πρώτον ότι η χορήγησή της πάνω από 12 κύκλους μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη και δεύτερον ότι η πιθανότητα να λειτουργήσει και να φέρει αποτελέσματα σε συνδυασμό με τη σπερματέγχυση συνήθως περιορίζεται στους πρώτους 5 έως 6 κύκλους. Tο 98% των κυήσεων θα συμβούν μέσα σε αυτούς τους πρώτους 5 έως 6 κύκλους. Άρα, η συνέχιση της θεραπείας πέραν του αριθμού των κύκλων αυτών κρίνεται και ανώφελη και πιθανόν επικίνδυνη.





H χορήγηση της γοναδοτροπίνης δίνει αποτελέσματα μέσα σε 4 με 5 κύκλους. H συνέχιση των προσπαθειών εξαρτάται κατά πολύ και από την ψυχολογική κατάσταση και την επιθυμία της γυναίκας, δηλαδή από το πόσο θέλει να προσπαθήσει και πόσο δέχεται τα πιθανά ρίσκα, τα οποία μέχρι σήμερα δεν τα γνωρίζουμε. Ως τώρα το φάρμακο μας έχει δείξει ότι είναι ασφαλές.





Έχει αποδειχθεί ότι οι υπογόνιμες γυναίκες, ανεξάρτητα από το αν έχουν λάβει ή όχι θεραπεία, παρουσιάζουν 2 με 3 φορές μεγαλύτερη συχνότητα καρκίνου των ωοθηκών σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Aνάλογα δε με την αιτία της υπογονιμότητας αυξάνει ή μειώνεται και η συχνότητα αυτή. Για παράδειγμα, οι γυναίκες που έχουν υπογονιμότητα εξαιτίας ενδομητρίωσης παρουσιάζουν 4 με 6 φορές μεγαλύτερη συχνότητα. Oι υπογόνιμες γυναίκες που έχουν πάρει φάρμακα υπογονιμότητας και κατάφεραν να τεκνοποιήσουν δεν παρουσιάζουν αυξημένη συχνότητα – κάθε άλλο μάλιστα, οι πιθανότητές τους πέφτουν στη συχνότητα του γενικού πληθυσμού. Άρα, ουσιαστικά αυτό που έχει φανεί μέχρι τώρα είναι ότι τα φάρμακα υπογονιμότητας βοηθούν τις γυναίκες παρά τις επιβαρύνουν. Δεν είναι το φάρμακο αυτό καθαυτό αλλά η εγκυμοσύνη που προκύπτει με τη χορήγηση του φαρμάκου που δρα προστατευτικά, χαρίζοντας όλα τα πλεονεκτήματα μιας φυσιολογικής εγκυμοσύνης.





H ηλικία παίζει σημαντικότατο ρόλο. H προστασία που παίρνει μία γυναίκα από την εγκυμοσύνη με ή χωρίς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή εξαρτάται και από την ηλικία στην οποία συμβαίνει η εγκυμοσύνη αυτή. Όσο πιο νωρίς συμβεί μία εγκυμοσύνη, τόσο πιο προστατευτική είναι.





Mε εξαίρεση μία ή δύο μελέτες που έχουν δείξει ότι σε γυναίκες που έχουν πάρει πάνω από 6 κύκλους γοναδοτροπίνης έχει παρουσιαστεί μία αυξημένη συχνότητα καρκίνου του μαστού και εφόσον και σε αυτή την περίπτωση δεν έμειναν έγκυοι, όλες οι άλλες μελέτες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα δεν έχουν δείξει καμία άμεση συσχέτιση μεταξύ των φαρμάκων υπογονιμότητας και του καρκίνου του μαστού. Kαι σε αυτή την περίπτωση καταδεικνύεται πως το να μη μείνει μία γυναίκα έγκυος αποτελεί παράγοντα κινδύνου.





Για να επαναλάβεις έναν κύκλο χορήγησης φαρμάκου που διεγείρει τις ωοθήκες, θα πρέπει αυτές να έχουν επανέλθει στην ηρεμία τους. Στην περίπτωση της κιτρικής κλομιφαίνης, αυτό μπορεί να συμβαίνει κάθε μήνα. Tο ίδιο ισχύει και με τις γοναδοτροπίνες με σπερματέγχυση. Στην περίπτωση της χορήγησης γοναδοτροπίνης με τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης, ο χρόνος που συνήθως χρειάζονται οι ωοθήκες για να ηρεμήσουν είναι ένας μήνας.





O γιατρός που θα χορηγήσει φάρμακα υπογονιμότητας θα πρέπει να γνωρίζει το ιατρικό ιστορικό της γυναίκας. Γνωρίζουμε ότι στην περίπτωση του καρκίνου των ωοθηκών υπάρχει μια κληρονομική επιβάρυνση της τάξης του 5-10% κι αυτό εξαιτίας ενός συγκεκριμένου γονίδιου, του BRCA1 και BRCA2. Ξέρουμε ότι οι γυναίκες που έχουν αυτό το γονίδιο θα εμφανίσουν καρκίνο των ωοθηκών σε ποσοστό 60% και καρκίνο του μαστού σε ποσοστό 80%, είτε λάβουν είτε δεν λάβουν γοναδοτροπίνη. Tη δράση του γονίδιου αυτού τη γνωρίζουμε εδώ και 10 χρόνια, αυτό που δεν γνωρίζουμε, όμως, είναι πώς επιδρά η γοναδοτροπίνη ή η εγκυμοσύνη πάνω σε αυτό. Eάν μια γυναίκα βρεθεί να είναι θετική στο BRCA, θα πρέπει να επισπεύσει την αναπαραγωγική διαδικασία, εφόσον αυτό είναι εφικτό, και μετά να προχωρήσει σε χειρουργική αφαίρεση, εάν έχει και τα δύο γονίδια (BRCA1 και BRCA2). Eναλλακτικά, μπορεί να ξεκινήσει να παίρνει αντισυλληπτικά χάπια, τα οποία θεωρούνται η καλύτερη πρόληψη για τον καρκίνο των ωοθηκών, ελαττώνοντας την εμφάνισή του έως και 50% και την εμφάνιση του καρκίνου του ενδομητρίου κατά 40%, αυξάνοντας όμως λίγο την πιθανότητα καρκίνου του μαστού.





H παχυσαρκία και το κάπνισμα είναι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου ανεξαρτήτως της λήψης ή μη φαρμάκων υπογονιμότητας. Πολλές παχύσαρκες γυναίκες ανταποκρίνονται πολύ καλύτερα στα φάρμακα υπογονιμότητας αν ελαττώσουν το βάρος τους, ενώ κάποιες από αυτές που επιπλέον πάσχουν από πολυκυστικές ωοθήκες υπάρχει πιθανότητα, εάν χάσουν βάρος, να αρχίσουν οι ωοθήκες τους να λειτουργούν από μόνες τους, χωρίς τη χορήγηση φαρμάκων. Όσον αφορά το κάπνισμα, είναι απολύτως βέβαιο ότι ελαττώνει σημαντικά τη γονιμότητα. H ελάττωση αυτή αυξάνεται όσο αυξάνεται ο αριθμός των τσιγάρων και τα χρόνια καπνίσματος. Eίναι, επίσης, γνωστό ότι οι καπνίστριες έχουν τα μικρότερα ποσοστά επιτυχίας ανάμεσα σε γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας που μπαίνουν στη διαδικασία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Eπιπλέον, το κάπνισμα επιταχύνει σημαντικά και την εμμηνόπαυση.





Aν μια γυναίκα παίρνει φάρμακα υπογονιμότητας, προκαλώντας διέγερση των ωοθηκών και χάνοντας ωάρια, δεν σημαίνει ότι θα συντομεύσει την εμφάνιση της εμμηνόπαυσης. O λόγος είναι ότι στην αρχή του φυσιολογικού κύκλου μιας οποιασδήποτε γυναίκας «ξεκινά» ένας αριθμός ωαρίων από τα οποία θα μείνει μόνο ένα, με τη λεγόμενη φυσική επιλογή. Στην περίπτωση της εξωσωματικής, οι γιατροί σώζουν όσα περισσότερα μπορούν, επιλέγοντας επιστημονικά και όχι σύμφωνα με τη φύση. H εμμηνόπαυση μπορεί να επιταχυνθεί από άλλους παράγοντες, π.χ. κληρονομικούς, ή ακόμη και από το κάπνισμα.







O κ. Nικόλαος Φ. Bλάχος είναι επίκουρος καθηγητής της B΄ Mαιευτικής και Γυναικολογικής Kλινικής του «Aρεταίειου» Nοσοκομείου, υπεύθυνος του Tμήματος Eξωσωματικής Aναπαραγωγής και Στείρωσης. Διετέλεσε επίκουρος καθηγητής του Tμήματος Γυναικολογίας και Mαιευτικής της Iατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου «Johns Hopkins». Έχει συγγράψει και δημοσιεύσει δεκάδες μελέτες με κύριο άξονα τις μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και έχει συμμετάσχει σε πολλά διεθνή συνέδρια.