Aυτό που θέλουν οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν αναζητούν ένα σύντροφο, είναι μια σχέση που θα τους προσφέρει αγάπη, εκτίμηση και ασφάλεια. Πολλές φορές, όμως, παρόλο που αισθανόμαστε ότι έχουμε βρει τον άνθρωπο που μπορεί να μας τα προσφέρει αυτά και συνδεόμαστε μαζί του, η σχέση μας και η κοινή μας ζωή θυμίζει τρενάκι στο λούνα παρκ: τη μια βρισκόμαστε στα ύψη και την άλλη ο ίδιος άνθρωπος μάς κάνει να πέφτουμε απότομα και να «πιάνουμε πάτο». Μια πορεία σχέσης καθόλου εύκολη, γεμάτη από αντιφατικά συναισθήματα…







Όλα αρχίζουν με δυο ανθρώπους τρελά ερωτευμένους. Μια σχέση ξεκινά και όταν ο έρωτας είναι μεγάλος και το πάθος δυνατό, τότε συντελείται μια ανεπανάληπτη εναρμόνιση των δύο αυτών ανθρώπων, που, εκτός από μια αίσθηση μέγιστης ταύτισης, προσφέρει και ένα ακόμη ανεπανάληπτο συναίσθημα: αυτό της πλήρους αναγνώρισης και αποδοχής από τον άλλον. Μας συμβαίνει αυτό που μετά τις πρώτες στιγμές της ζωής μας μέσα στη μητρική αγκαλιά μόνο ο έρωτας μπορεί να μας ξαναδώσει: κοιτάζοντας μέσα στα μάτια του άλλου, βλέπουμε τον εαυτό μας σαν το τελειότερο και πιο αξιολάτρευτο πλάσμα του κόσμου, ενώ ταυτόχρονα και ο άλλος είναι το ίδιο για εμάς. Αυτή η κατάσταση είναι τόσο γοητευτική, τόσο απολαυστική, που θα θέλαμε να κρατήσει για πάντα. Πράγμα αδύνατο, δυστυχώς. Τι συμβαίνει αντ’ αυτού;







Αρχίζει κάποια στιγμή η διαδικασία της «αποκόλλησης» του ενός από τον άλλον, κατά την οποία γινόμαστε πάλι «εγώ» κι «εσύ», δύο «κοινοί θνητοί» με ατέλειες, αδυναμίες, κουσούρια, ασχήμιες. Η διαδικασία αυτή είναι επώδυνη και πολυδιάστατη: όχι μόνο βλέπουμε εμείς τον άλλο σαν κοινό θνητό, αλλά κι εκείνος εμάς. Και το πιο οδυνηρό από όλα είναι ότι ο ένας βλέπει μέσα στα μάτια του άλλου τον εαυτό του απομυθοποιημένο. Η σχέση συνεχίζεται και ο καθένας χωριστά, αλλά και οι δύο μαζί, προσπαθούν να βρουν μια καινούργια ισορροπία. Να βρουν ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο θεϊκό πλάσμα που είχαν φτιάξει με τα μάτια του έρωτά τους και το αληθινό πλάσμα με σάρκα και οστά που έχουν απέναντί τους. Να καταπολεμήσουν την απογοήτευση και το θυμό τους γι’ αυτό που νόμιζαν ότι είχαν και βλέπουν να χάνουν.







Το λυπηρό είναι ότι όσο πιο μεγάλο ήταν το πάθος, τόσο πιο δύσκολο κι επώδυνο είναι το κατέβασμα από το βάθρο. Αλλά και κάτι ακόμη: Όσο πιο μεγάλη η ανάγκη για μυθοποίηση (του άλλου και εκείνου προς εμάς), τόσο πιο ταραγμένη η πορεία προς την απομυθοποίηση και την «κανονικότητα». Έτσι, για πολλά ζευγάρια η πορεία αυτή σημαίνει μια μακροχρόνια, συχνά βασανιστική αμφιταλάντευση ανάμεσα στο πάθος, τον έρωτα, το θαυμασμό, τη λατρεία από τη μια μεριά και την αγανάκτηση, την περιφρόνηση, την αδιαφορία -ακόμη και το μίσος-από την άλλη. Αρκετά από αυτά τα ζευγάρια δεν αντέχουν αυτό το συναισθηματικό λούνα παρκ και διαλύονται στην πορεία, ενώ άλλα, συχνά με πολύ κόπο, καταφέρνουν να σταθεροποιήσουν τα συναισθήματά τους και να κατασταλάξουν. Κάποια πάλι -κι ανάμεσα σε αυτά συγκαταλέγονται πολλά ζευγάρια καλλιτεχνών και διανοουμένων με ταραγμένη συντροφική ζωή, με αλλεπάλληλους χωρισμούς και επανασυνδέσεις- δεν σταματούν ποτέ να αμφιταλαντεύονται, συντηρώντας κατά κάποιον τρόπο τον εξής μύθο: Εσύ δεν μπορείς να είσαι για μένα παρά θεός ή μηδενικό.







Ας δούμε όμως πώς βιώνεται αυτό το «σκοτσέζικο ντους» (έτσι το αισθάνονται και το αποκαλούν αυτοί που το υφίστανται) από τον καθένα μέσα στο ζευγάρι.

«Είναι στιγμές -και δεν είναι λίγες- που αναρωτιέμαι γιατί εξακολουθώ να μένω μαζί του. Πώς είναι δυνατόν ο ίδιος άνθρωπος, που προχθές ήταν τρελά ερωτευμένος, γεμάτος τρυφερότητα, λατρεία, ενθουσιασμό και όνειρα για τη σχέση μας, δύο μέρες αργότερα -με μια ασήμαντη αφορμή, που δεν έχω καταλάβει κιόλας καλά-καλά ποια ήταν- να είναι παγερός, αδιάφορος, να μου μιλάει απότομα και να με κάνει να νιώθω σχεδόν πως με αντιπαθεί… Όταν συμβαίνει αυτό, τρελαίνομαι, αμφισβητώ την αγάπη του, απογοητεύομαι και βέβαια θυμώνω απίστευτα μαζί του…», έτσι περιγράφει η Αντωνία ένα στιγμιότυπο από την ταραγμένη τετράχρονη σχέση της με τον Απόστολο.

O Άρης μιλάει για τη δική του σχέση με την Άννα: «Όταν άκουγα τους φίλους μου να λένε ότι δεν καταλαβαίνουν τις γυναίκες, θεωρούσα ότι αναμασάνε κλισέ των πατεράδων τους. Κι όμως, τώρα αισθάνομαι αυτό ακριβώς: δεν καταλαβαίνω τη γυναίκα μου. Είναι απίστευτα κυκλοθυμική. Τη μια είμαστε όλο αγάπες, μου δείχνει τρυφερότητα, επιθυμία, αφοσίωση, με κάνει πραγματικά να αισθάνομαι ότι με λατρεύει και την άλλη, λίγες μέρες μετά, λες και ζητάει αφορμή για να τσακωθούμε και τότε όλα είναι υπό αμφισβήτηση: εγώ, η σχέση μας, ο ίδιος της ο εαυτός, η ζωή μας, το μέλλον μας. Νιώθω ξαφνικά σαν να μη σημαίνω τίποτα γι’ αυτήν. Λες και ό,τι κι αν της πω, ό,τι κι αν κάνω γι’ αυτήν, δεν έχει καμία απολύτως σημασία, πέφτει στο κενό…».







Θα πρέπει να ξεχωρίσουμε ορισμένες καταστάσεις που παρουσιάζουν σημάδια παθολογίας. Όταν, δηλαδή, ο ένας από τους δύο -όχι μόνο στη σχέση, αλλά και στους υπόλοιπους τομείς της ζωής του- βρίσκεται σε διαρκές ανεβοκατέβασμα, όταν δηλαδή κι αυτός ο ίδιος αισθάνεται «τη μια θεός, την άλλη μηδενικό», όταν η διάθεσή του είναι ασταθής για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (τουλάχιστον 2 χρόνια) και διαστήματα ενθουσιασμού, ενεργητικότητας, δημιουργικότητας, κοινωνικότητας εναλλάσσονται με διαστήματα θλίψης, υποτονικότητας, αδράνειας, αμφισβήτησης, εσωστρέφειας, τότε ίσως να πρόκειται για τη λεγόμενη διπολική διαταραχή, τη μανιοκατάθλιψη ή την πιο «ελαφριά» μορφή της, την κυκλοθυμική διαταραχή. Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με μια σοβαρή ψυχική πάθηση και είναι απαραίτητη η βοήθεια ειδικού.







Τι μπορεί να συμβαίνει λοιπόν; Όπως έχουμε βιώσει οι περισσότεροι, άνδρες και γυναίκες δεν έχουν την ίδια αντίληψη για το τι είναι έρωτας, ενώ είναι πολύ διαφορετικός και ο κώδικας συμπεριφοράς και γλώσσας με τον οποίο τον εκφράζουν. Έτσι, είναι δυστυχώς αναπόφευκτες οι παρεξηγήσεις, με επώδυνες πολλές φορές συνέπειες.

λοιπόν, είναι πάρα πολύ πιθανό αυτό που ερμηνεύει η Αντωνία σαν αδιαφορία και αντιπάθεια προς το πρόσωπό της να είναι ο θυμός του Απόστολου, ένας χωρίς αμφιβολία γενικευμένος θυμός που «παίρνει μπάλα» και τη σχέση τους. Μια αρκετά συνηθισμένη συμπεριφορά ανδρών είναι η εκδήλωση του θυμού ή του εκνευρισμού τους προς τα κοντινά τους πρόσωπα, είτε αυτά «φταίνε» είτε όχι, κάτι που όταν ξεθυμάνει, είναι για τους ίδιους σαν να μην έχει συμβεί. Oι γυναίκες πάλι συχνά δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη συμπεριφορά αυτή, αισθάνονται αδικία, απόρριψη και -το κυριότερο- δεν τους είναι καθόλου εύκολο να την ξεπεράσουν.

αυτό που δεν καταλαβαίνει ο Άρης στην Άννα είναι η τόσο συνηθισμένη γυναικεία εναλλαγή συναισθημάτων. Η συναισθηματική κατάσταση των γυναικών πολλές φορές θυμίζει κύμα που ανεβοκατεβαίνει. Όταν το «κύμα» ανεβαίνει, έχουν την ανάγκη και την επιθυμία να δώσουν αγάπη και τρυφερότητα, ενώ όταν κατεβαίνει, θέλουν να πάρουν αγάπη και κατανόηση. Αυτό δεν έχει να κάνει με τα συναισθήματα προς το σύντροφό τους, ο οποίος νιώθει ότι πρέπει να κάνει κάτι για να διορθώσει την κατάσταση. Δυστυχώς, όμως, το «κύμα» έχει το δικό του ρυθμό και ανεβαίνει μόνο αφού έχει πρώτα φτάσει μέχρι το βυθό.







Αυτό που συμβαίνει και στις δύο περιπτώσεις, όμως, είναι η ερμηνεία που δίνει ο εκάστοτε σύντροφος στην -αδικαιολόγητη, εγωιστική ίσως- συμπεριφορά του άνδρα ή της γυναίκας του και η αντίδρασή του σε αυτήν. Αυτό που τελικά γίνεται είναι κάτι αμφίδρομο. Επειδή είναι τόσο δύσκολο για πολλούς ανθρώπους να γίνονται αποδέκτες αρνητικών συναισθημάτων εκ μέρους του ανθρώπου που αγαπούν, επειδή αυτό τους κάνει να αισθάνονται ανασφάλεια ή ακόμα και εγκατάλειψη, αντιδρούν με έντονα συναισθήματα. Εκείνος που αισθάνεται ότι ο σύντροφός του του φέρεται σαν μηδενικό (ή μάλλον έτσι που αυτός να νιώθει μηδενικό), αρχίζει με τη σειρά του να αμφισβητεί τον άλλον, την αγάπη του, τη σχέση. Έτσι, με τον τρόπο του ο καθένας συμβάλλει στο να φτάνει η κατάσταση στα άκρα.







Όσο κι αν ακούγεται άδικο, ίσως το σημαντικότερο μέρος της «λύσης» να βρίσκεται σε αυτόν που αισθάνεται ότι αντιμετωπίζεται πότε σαν θεός και πότε σαν μηδενικό. Όταν η εκδήλωση του έρωτα ή της αγάπης του συντρόφου μου με κάνει να νιώθω θεός και η εκδήλωση αρνητικών συναισθημάτων με υποβιβάζει σε μηδενικό, τότε είναι πολύ πιθανό να είμαι πολύ εξαρτημένος από τα συναισθήματα του άλλου και η δική μου αυτοεικόνα να κρέμεται από τη δική του διάθεση. Ασφαλώς είναι πολύ δυσάρεστο να ζει κανείς με έναν άνθρωπο που εύκολα χάνει τον έλεγχο των συναισθημάτων του και γίνεται απότομος με το σύντροφό του χωρίς αυτός να του φταίει.

Γι’ αυτό και τότε βαραίνει πολύ και η «καλή πλευρά» της σχέσης: Πόση αγάπη, πόση αφοσίωση ή πόση τρυφερότητα δίνει αυτός ο άνθρωπος ώστε να αισθάνομαι ότι, παρ’ όλες τις δυσκολίες, αυτή η σχέση με καλύπτει; Φυσικά, οι σχέσεις δεν είναι υπολογισμός, αλλά για να αντέχουν, είναι απαραίτητο αυτοί που τις απαρτίζουν να αισθάνονται ότι υπάρχει μια σχετική συναισθηματική ισορροπία με το σύντροφό τους, έστω και με διακυμάνσεις και αναταράξεις. Όταν αισθάνομαι, λοιπόν, ότι παρά τις δύσκολες στιγμές αυτός ο άνθρωπος είναι για μένα σημαντικός και απαραίτητος και παρ’ όλα αυτά όταν «με κατεβάζει από το βάθρο», νιώθω σαν να με απορρίπτει, τότε αυτό που έχω ανάγκη είναι να σταθώ εγώ καλύτερα στα πόδια μου. Μόνο τότε θα μπορέσω να νιώσω καλύτερα, αλλά και να δώσω στο σύντροφό μου πραγματικά να καταλάβει ότι η συμπεριφορά του είναι εγωιστική και άδικη απέναντί μου.