Οι ηλικιωμένοι λένε συχνά «τα γερά κόκαλα δεν υπάρχουν πια» και «η νέα γενιά είναι παιδιά της γυάλας», υπονοώντας ότι οι νεότερες γενιές των ανθρώπων είναι πιο φιλάσθενες από τις προηγούμενες. Ωστόσο, πρόσφατα πήρε μεγάλη δημοσιότητα η δήλωση ενός κορυφαίου βρετανού γενετιστή που υποστήριζε ότι η εξέλιξη μοιάζει να σταματά, οπότε αναλογιστήκαμε μήπως πράγματι οι τωρινοί… «είμαστε ό,τι καλύτερο»! Είναι, όμως, έτσι; Το Vita αναζήτησε τη γνώση και τις απόψεις των ειδικών.

Πιο γέροι, αλλά και πιο γεροί
Αν εξαιρέσουμε βιβλικές και μυθικές αναφορές, ο άνθρωπος φαίνεται πως γίνεται όλο και μακροβιότερος. Ο γεροντολόγος κ. Γιώργος Σπαθαράκης μάς είπε ότι ο άνθρωπος του Νεάντερταλ σπάνια περνούσε τα 40 και ότι μπορεί αργότερα, π.χ. στην αρχαία Ελλάδα, να είχαμε αναφορές ότι κάποιοι πέθαιναν 70-80 ετών, αλλά τίποτε δεν υποδηλώνει ότι αποτελούσαν το μέσο όρο. Το μόνο βέβαιο, μας είπε, είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από τα αρχεία των Σουηδών και μερικών άλλων λαών που κρατούσαν ληξιαρχικές πράξεις από το 1700 και μετά. Αυτές αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος έχει πράγματι κερδίσει από τότε μέχρι σήμερα 20 χρόνια ζωής και ότι αυτά τα χρόνια είναι και υγιέστερα.
Η σημερινή τρίτη ηλικία έχει καλύτερη ποιότητα ζωής από τους 60χρονους ή 80χρονους παλαιότερων εποχών. «Τα χρόνια ζωής, αλλά και την καλύτερη ποιότητα γηρατειών που κερδίσαμε, τα αποδίδουμε», είπε ο κ. Σπαθαράκης, «κατά το 1/3 στα αντιβιοτικά και γενικά στα «όπλα» της Ιατρικής, και κατά τα 2/3 στη βελτίωση των συνθηκών ζωής, δηλαδή στην καλύτερη διατροφή, την καθαριότητα, τη σχετική εξασφάλιση και το λιγότερο στρες έναντι παλαιότερων εποχών». Κατά συνέπεια, η λογική υπαγορεύει ότι η περαιτέρω παράταση της ζωής και η βελτίωση της υγείας στα βαθιά γεράματα θα συνεχιστεί και δεν θα ανακοπεί, γιατί λογικά θα συνεχιστεί η πρόοδος της Ιατρικής αλλά και η τήρηση κανόνων υγιεινής κλπ.

Τα παιδιά της γυάλας
Μήπως, όμως, σήμερα είμαστε πιο «βουτυρομπεμπέδες» λόγω της καθιστικής ζωής, του πάχους μας, λόγω των εμβολίων, των φαρμάκων που μας συντηρούν στη ζωή, των βελτιωμένων συνθηκών που δεν «γυμνάζουν» τον οργανισμό μας και μας καθιστούν «μαλθακούς» ανοσοποιητικά; «Το ανοσοποιητικό σύστημα είναι σημαντικό, αλλά δεν είναι το Α και το Ω της υγείας. Η υγεία είναι πολυπαραγοντικό και πολυγονιδιακό ζήτημα», απαντά
ο καθηγητής Γενετικής κ. Σταμάτης Αλαχιώτης και προσθέτει: «Επι­πλέον, τα γονίδια δεν αλλάζουν από γενιά σε γενιά. Αυτές οι αλλαγές που αναφέρουμε εμείς οι ειδικοί κατά καιρούς είναι απειροελάχιστες μεταβολές. Για να περάσουν αυτές στο είδος μας και να μιλήσουμε για ουσιαστική αλλαγή, παρέρχονται εκατοντάδες ή και χιλιάδες γενιές. Κατά συνέπεια, ο εμβολιασμός και η “γυάλα” του 2010 δεν θα “παράγει” αρρωστιάρηδες το 2050. Αν υπάρξει αλλαγή εξαιτίας της “γυάλας” και της φροντίδας, αυτή θα παρατηρηθεί πολύ, μα πάρα πολύ αργότερα. Εντούτοις, κανείς ειδικός δεν μπορεί να πει με σιγουριά προς τα πού θα γείρει η ζυγαριά της
υγείας και αν στο μέλλον θα είμαστε για διάφορους λόγους υγιέστεροι ή ασθενέστεροι. Δεν έχουμε δεδομένα για να κρίνουμε επιστημονικά».

Η «εκκαθάριση» του γονιδιώματος
Η φυσική επιλογή μέχρι πρόσφατα καθόριζε ποιος θα ζήσει και ποιος όχι. Αυτή η «εκκαθάριση» του ανθρώπινου γονιδιώματος από τους φιλάσθενους ήταν πολύ απλή – όσοι δεν είχαν ανθεκτικά γονίδια σε συγκεκριμένες ασθένειες, απλούστατα πέθαιναν. Οι περισσότεροι πέθαιναν νωρίς, προτού αναπαραχθούν, και έτσι τα προβληματικά γονίδιά τους δεν περνούσαν στις επόμενες γενιές. Λιγόστευαν, λοιπόν, διαρκώς τα «κακά» γονίδια στο γενικό πληθυσμό, ενώ απεναντίας αναπαράγονταν, αυξάνονταν και πληθύνονταν ανεμπόδιστα όσοι είχαν τα πιο ανθεκτικά γονίδια, εκείνα που τα έβγαζαν πέρα με τις εκάστοτε απειλές της υγείας.

Συνεχίζει το ξεσκαρτάρισμα;
Σταδιακά, λοιπόν, στο ανθρώπινο γονιδίωμα «πλειοψήφησαν» τα ανθεκτικά γονίδια. Αυτό το ξεσκαρτάρισμα πολλοί εικάζουν ότι σταμάτησε. Με όλα αυτά τα μέτρα που παίρνουμε για την υγεία μας και τη θεραπεία (π.χ. ατόμων που άλλοτε πέθαιναν στην παιδική ηλικία), σήμερα οι αλλοτινοί καταδικασμένοι ζουν και βασιλεύουν και αποκτούν με τη σειρά τους απογόνους, παρατείνοντας στο ανθρώπινο γονιδίωμα και την ύπαρξη των «κακών» γονιδίων. Πολλοί, με φασιστική νοοτροπία, λένε ότι η επιβίωσή τους από γενετική άποψη βλάπτει συνολικά το «ευγενές» ανθρώπινο γονιδίωμα και το επιβαρύνει. Όμως, ανεξαρτήτως της αρρωστημένης νοοτροπίας των ευγονιστών, η φυσική επιλογή, αν και άλλαξε, δεν σταμάτησε. Η ζωή κατά κάποιον τρόπο συνεχίζει να «ξεσκαρτάρει» το ανθρώπινο είδος. Δυστυχώς, δεν πετύχαμε ακόμα «να ζει ο καθένας». Όσοι έχουν μικρότερη ικανότητα προσαρμογής, εξακολουθούν να χάνονται.

Οι φιλάσθενοι επηρεάζουν το συνολικό DNA;
«Η φυσική επιλογή απλώς άλλαξε», λέει ο καθηγητής κ. Αλαχιώτης και συνεχίζει: «Ακόμα κι αν π.χ. στηρίζουμε φαρμακευτικά όσους έχουν σοβαρά προβλήματα υγείας και αυτοί αποκτούν απογόνους που ίσως φέρουν γονίδια που άλλοτε θα ήταν υπό εξαφάνιση, και πάλι αποτελούν μειονότητα στο συνολικό ανθρώπινο γονιδίωμα. Η συνεχιζόμενη φυσική επιλογή, δηλαδή, εξακολουθεί να έχει το κόστος της σε ανθρώπινες ζωές. Για παράδειγμα, το περιβάλλον μας είναι πια αρκετά μεταλλαξιογόνο και καρκινογόνο – τρόφιμα, ατμόσφαιρα κλπ. Κάποιοι άνθρωποι είναι πιο ευάλωτοι σε αυτή τη μεταλ­λαξιογόνο επίδραση του περιβάλλοντος και προσβάλλονται από ασθένειες, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Εκείνος που δεν έχει τα γονίδια που θα τον στηρίξουν έναντι π.χ. των καρκινογόνων, θα νοσήσει. Οι υπόλοιποι θα αναπαραχθούν πιο εύκολα και το ανθεκτικό τρόπον τινά γονίδιό τους συνολικά θα υπερισχύσει. Δεν αρκεί, δηλαδή, η επιβίωση των “φιλάσθενων” με τη βοήθεια της επιστήμης για να αλλάξει το ανθρώπινο γονιδίωμα και να πούμε ότι οι επόμενες γενιές θα είναι πιο φιλάσθενες από τις παλιές. Ούτε, όμως, το αντίστροφο μπορούμε να πούμε, ότι ο άνθρωπος είναι εξίσου ανθεκτικός με την κατσαρίδα και θα αντέξει όλη αυτή την επιβάρυνση και θα παραμείνει τέρας υγείας. Αυτά
είναι μαντική, όχι επιστήμη».

Γινόμαστε πιο γεροί ή όχι;
Επιμένοντας να πάρουμε σαφή απάντηση στο θέμα μας, μιλήσαμε και με το βρετανό καθηγητή Γενετικής κ. Στήβ Τζόουνς στο Λονδίνο, που έφερε τα πάνω κάτω προ διμήνου, όταν βγήκε και ανακοίνωσε ότι η ανθρώπινη εξέλιξη και η φυσική επιλογή… σταματούν. Σκεφτήκαμε αμέσως: Να ο άνθρωπός μας! Αφού είναι βέβαιος ότι η εξέλιξη σταματά, άρα είναι βέβαιος ότι οι επόμενοι δεν θα μπορούν να είναι καλύτεροι από εμάς, άρα λογικά θα είναι χειρότεροι…
Ένα ελπιδοφόρο μήνυμα Αντίθετα με ό,τι αναμέναμε, ο καθηγητής εξεπλάγη με το αυθαίρετο συμπέρασμά μας και δήλωσε απεναντίας ότι «ο άνθρωπος του μέλλοντος θα είναι μάλλον υγιέστερος. Γιατί ακόμα κι αν κάποιοι παράγοντες επιβαρύνουν τρομερά τον άνθρωπο, τον καθοριστικο ρόλο κατά τη γνώμη μου θα παίξει ένας παράγοντας που είναι υπέρ του ανθρώπου και αυτός είναι η ποικιλότητα του ανθρώπινου γο­νιδιώματος. Με την παγκοσμιοποίηση και την αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού, δηλαδή, ο άνθρωπος πια δεν παντρεύεται συγχωριανούς του και έτσι, καθώς ζευγαρώνει με ανθρώπους από άλλες πόλεις και έθνη, το ανθρώπινο γονιδίωμα αποκτά τεράστια ποικιλότητα και άρα καθίσταται ακόμα πιο ανθεκτικό και υγιές. Οι πιθανότητες, δηλαδή, να συμπέσουν “ελαττωματικά” γονίδια μειώνονται στο ελάχιστο. Κατά συνέπεια, οι επόμενες γενιές είναι πιθανότερο να είναι υγιέστερες από τις προηγούμενες».



Η δύναμη του σώματος

Κάθε γενιά βγαίνει πιο δυνατή από την αμέ­σως προηγούμενη. Αυτό δεν προ­κύ­πτει μόνον από τη λογική (ότι, δη­λαδή, εμφανώς κάθε γενιά είναι ψηλό­τερη από την προηγούμενη και έχει επίσης περισ­σό­τερη μυϊκή μάζα), αλλά και από τη σύγκριση των επιδό­σεων. Τα αρχεία των Ολυμπιακών Αγώ­νων δείχ­νουν ότι μέσα σε έναν μόλις αιώνα η φυσι­κή κατάσταση έχει βελτιωθεί σε όλα ανε­ξαιρέτως τα αθλήματα – κάτι που εν μέρει αποδίδεται και στο ντόπινγκ, αλλά που ασφαλώς δεν ερμηνεύεται μόνον από αυτό. Και για του λόγου το αληθές:
Στις ταχύτητες, το ρεκόρ του 1912 ήταν 10,6 στο «κατοστάρι» και έφτασε φέτος σχεδόν τα 9,5.
Στο Μαραθώνιο, στον οποίο μετρά πολύ η αντοχή, από 2 ώρες και 55 λεπτά το 1924, ο άνθρωπος έφτασε τις 2 ώρες και 4 λεπτά (αν και δεν ξέρουμε, βέβαια, το ρεκόρ του Φειδιππίδη).
Στο ακόντιο, που έχει να κάνει περισσότερο με τη μυϊκή δύναμη του κορμού, οι άνδρες έπαιρναν πριν από έναν αιώνα το χρυσό για εξακόντιση στα 62 μέτρα, ενώ τώρα για 98 και πάνω!



Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον κ. Σταμάτη Αλαχιώτη, καθηγητή Γενετικής και πρώην πρύτανη στο Πανεπιστήμιο Πατρών, τον κ. Στήβ Τζόουνς, καθηγητή Γενετικής και διευθυντή του τμήματος Γενετικής, Εξέλιξης και Περιβάλλοντος στο University College London, και τον κ. Γιώργο Σπαθαράκη, γηρίατρο-γεροντολόγο, διευθυντή τμήματος Γενικής Ιατρικής του Κέντρου Υγείας Ιτέας.