Χοληστερίνη έχουμε όλοι. Πρόβλημα δημιουργείται όταν η ποσότητά της στο αίμα είναι μεγαλύτερη από αυτήν που χρειαζόμαστε. Αποτέλεσμα; Περισσότερες πιθανότητες καρδιαγγειακών νοσημάτων. Πώς να μειώσουμε τα επίπεδά της, πότε να στραφούμε στα φάρμακα και τι συμβαίνει όταν έχουμε υψηλή χοληστερίνη, ενώ η διατροφή μας είναι ισορροπημένη;

Ο καρδιολόγος
Η αυξημένη χοληστερίνη είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακών προβλημάτων και τους πιο «ύπουλους» (για χρόνια δεν υπάρχουν συμπτώματα). Γι’ αυτό, πρέπει να γνωρίζουμε όλοι τα επίπεδα της χοληστερίνης μας από την ηλικία των 20, ενώ άτομα με ιστορικό υψηλής χοληστερίνης ή πρώιμης στεφανιαίας νόσου από πολύ μικρότερη ηλικία. Η χοληστερίνη και τα διάφορα λιπίδια μεταφέρονται στους ιστούς μας με τη μορφή λιποπρωτεϊνών, όπως η VLDL χοληστερίνη (παράγεται στο συκώτι), η LDL («κακή») και η HDL («καλή»). Αν και σήμερα γνωρίζουμε ότι η ολική χοληστερίνη πρέπει να είναι κάτω από 200 mg/dl, θα πρέπει να εστιάζουμε στην «κακή» χοληστερίνη. Στους υγιείς ανθρώπους, δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 160 mg, σε καπνιστές, άτομα με υπέρταση ή οικογενειακό ιστορικό τα 130 mg, ενώ οι διαβητικοί και όσοι έχουν στεφανιαία νόσο πρέπει να βρίσκονται κάτω από 100 mg και ιδανικά κάτω από 70 mg. Για να προλάβουμε τις επιπτώσεις της υψηλής χοληστερίνης, επιβάλλεται η αλλαγή του τρόπου ζωής, δηλαδή σωστή διατροφή, διακοπή καπνίσματος, απώλεια βάρους, άσκηση και μείωση του άγχους. Τα φάρμακα βοηθούν επίσης σημαντικά και στρεφόμαστε σε αυτά αν δεν καταφέρουμε να ρίξουμε τη χοληστερίνη με αλλαγές στον τρόπο ζωής. Χορηγούνται σε άτομα των οποίων η χοληστερίνη δεν έχει ρυθμιστεί μέσα σε 3-6 μήνες και σε όσους έχουν εκδηλωμένη καρδιαγγειακή νόσο ή πολύ υψηλά επίπεδα χοληστερίνης που δεν προβλέπεται να ρυθμιστούν με αλλαγές στον τρόπο ζωής. Συνήθως, χορηγούνται στατίνες (ασφαλή φάρμακα με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα στη μείωση των καρδιαγγειακών επεισοδίων), που εμποδίζουν την παραγωγή χοληστερίνης στο συκώτι. Επίσης, υπάρχουν φάρμακα που μπλοκάρουν την απορρόφηση της χοληστερίνης (που λαμβάνουμε από τις τροφές) από το έντερο. Ο συνδυασμός των δύο έχει ακόμα μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Τέλος, υπάρχουν και φάρμακα (π.χ. το νικοτινικό οξύ) που ανεβάζουν την «καλή» χοληστερίνη και ρίχνουν τα τριγλυκερίδια και φάρμακα για τη μείωση των τριγλυκεριδίων (π.χ. οι φιμπράτες, τα ω-3 λιπαρά οξέα).

Ο ενδοκρινολόγος
Ακόμα και όταν η διατροφή μας είναι ισορροπημένη, μπορεί να έχουμε υψηλή χοληστερίνη εξαιτίας των γονιδίων μας, για τα οποία φυσικά δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε κάτι. Ουσιαστικό ρόλο παίζει και η ηλικία, αφού όσο μεγαλώνουμε τα ένζυμα που μεταβολίζουν τα μόρια των λιπιδίων δεν λειτουργούν στο μάξιμουμ, ενώ παράλληλα μειώνεται και η σωματική δραστηριότητα, η οποία βοηθάει στον μεταβολισμό των λιποπρωτεϊνών. Σημαντικοί παράγοντες αύξησης της χοληστερίνης είναι επίσης η παχυσαρκία (κυρίως το ενδοκοιλιακό λίπος) και η έλλειψη άσκησης. Ανεβασμένη χοληστερίνη παρατηρείται συχνά στην εμμηνόπαυση και στην εγκυμοσύνη. Στην πρώτη περίπτωση ευθύνεται η απότομη πτώση των οιστρογόνων (στους άνδρες την περίοδο αυτή παρατηρείται μείωση των ανδρογόνων, όχι όμως απότομη, αλλά προοδευτική) και στη δεύτερη ο μεταβολισμός προσαρμόζεται έτσι ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά τροφής στο έμβρυο, επομένως αυξάνεται και η χοληστερίνη. Φυσικά, οι αλλαγές που παρατηρούνται στην εγκυμοσύνη είναι παροδικές, αφού ουσιαστικά εξαρτώνται από τις ορμόνες που παράγει ο πλακούντας. Αυξημένα επίπεδα χοληστερίνης μπορεί να εμφανιστούν και στην περίπτωση υποθυρεοειδισμού. Όταν ο ασθενής ρυθμιστεί (με τη λήψη θυροξίνης), επανέρχεται η ισορροπία. Τέλος, όταν βρισκόμαστε σε κατάσταση στρες, ανεβαίνει η κορτιζόλη και η αδρεναλίνη, γι’ αυτό και παρουσιάζουμε ανεβασμένη χοληστερίνη. Όταν το στρες γίνεται χρόνιο (π.χ. οικονομική δυσπραγία), τότε μπορεί να συμβάλει και στη μόνιμη αύξηση των επιπέδων της χοληστερίνης του αίματος.

Η διαιτολόγος
Αρχικά πρέπει να αποκτήσουμε υγιές βάρος, αφού η αυξημένη συγκέντρωση λίπους (κυρίως στην κοιλιά) αυξάνει τα επίπεδα της χοληστερίνης στο αίμα. Παράλληλα, θα χρειαστεί να μειώσουμε τα κορεσμένα λιπαρά. Καλό είναι να περιορίσουμε την κατανάλωση κόκκινου κρέατος (π.χ. μοσχάρι, χοιρινό, αρνί, κατσίκι) σε λίγες φορές τον μήνα και να αφαιρούμε το ορατό λίπος πριν το μαγείρεμα. Επίσης, να μειώσουμε την κατανάλωση βουτύρου, τα σκληρά τυριά, τα γλυκά με κρέμα γάλακτος ή σαντιγί και τα πολλά αυγά, να επιλέγουμε γαλακτοκομικά προϊόντα χαμηλά σε λιπαρά και να προτιμάμε το βράσιμο ή το ψήσιμο. Σύμμαχοί μας είναι τρόφιμα πλούσια σε φυτικές ίνες, όπως φρούτα, λαχανικά, όσπρια και προϊόντα ολικής άλεσης, που εμποδίζουν την απορρόφησή της από τον οργανισμό. Καθημερινά συστήνεται η κατανάλωση 2-3 φρούτων και 2 μπολ λαχανικών. Επιπλέον, καλό είναι να επιλέγουμε στο μαγείρεμα ελαιόλαδο και να τρώμε ξηρούς καρπούς (προσοχή στην ποσότητα, λόγω θερμίδων). Τα λιπαρά ψάρια (π.χ. σολομός, σαρδέλα) αυξάνουν την «καλή» χοληστερίνη (συστήνεται η κατανάλωσή τους 2-3 φορές την εβδομάδα), ενώ το σουσάμι και τα προϊόντα του (π.χ. ταχίνι, χαλβάς) μειώνουν την απορρόφηση της χοληστερίνης από τον οργανισμό. Τέλος, τα λεγόμενα «λειτουργικά τρόφιμα» βελτιώνουν τα επίπεδα της χοληστερίνης, στο πλαίσιο πάντα μιας ισορροπημένης διατροφής.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΝ κ. ΙΩΑΝΝΗ ΣΚΟΥΜΑ, καρδιολόγο, διευθυντή Ε.Σ.Υ. στην Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, τον δρ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΤΣΙΓΚΟ, ενδοκρινολόγο-διαβητολόγο, και την δρ. ΠΟΠΗ ΚΑΡΑΤΖΗ, κλινική διαιτολόγο-διατροφολόγο, διδάσκουσα στο τμήμα Επιστήμης της Διαιτολογίας-Διατροφολογίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου.