Ακόμα και μία δόση εμβολίου κατά του νέου κοροναϊού μπορεί να μειώσει την μετάδοση του έως και περίπου κατά το ήμισυ, σύμφωνα με νέα ερευνητικά δεδομέναμεταξύ των μελών μιας οικογένειας.

Εκείνοι που έλαβαν την πρώτη δόση των σκευασμάτων των Pfizer και AstraZeneca και που μολύνθηκαν τρεις εβδομάδες αργότερα, ήταν μεταξύ 38% και 49% λιγότερο πιθανό να μεταδώσουν τον ιό σε σχέση με τα μη εμβολιασμένα άτομα, σύμφωνα με το Public Health England (PHE).

Σημαντικό όφελος ήδη από την πρώτη δόση του εμβολίου

Σύμφωνα με την μελέτη, η προστασία ενάντια στον κοροναϊό παρατηρήθηκε περίπου 14 ημέρες μετά τον εμβολιασμό, με παρόμοια επίπεδα προστασίας ανεξάρτητα από την ηλικία των περιπτώσεων ή των επαφών.

Πρόσθεσε ότι αυτή η προστασία ήταν πάνω από τον μειωμένο κίνδυνο ενός εμβολιασμένου ατόμου να αναπτύξει συμπτωματική λοίμωξη, που είναι περίπου 60 έως 65%, τέσσερις εβδομάδες μετά από μία δόση οποιουδήποτε εμβολίου.

Η δρ. Mary Ramsay, επικεφαλής της ανοσοποίησης στο PHE, δήλωσε: «Τα εμβόλια είναι ζωτικής σημασίας για να μας βοηθήσουν να επιστρέψουμε σε έναν κανονικό τρόπο ζωής.

Όχι μόνο τα εμβόλια μειώνουν τη σοβαρότητα της ασθένειας και αποτρέπουν εκατοντάδες θανάτους κάθε μέρα, τώρα βλέπουμε ότι έχουν επίσης πρόσθετο αντίκτυπο στη μείωση της πιθανότητας μετάδοσης της covid-19 σε άλλους».

Αυτά αποτελούν τα πιο πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα που επισημαίνουν ότι τα εμβόλια επιβραδύνουν την μετάδοση του ιού, σώζοντας έμμεσα ζωές.

Τι ισχύει για τις νέες παραλλαγές

Το σπίτι και οι οικογένειες είναι από τα πιο πιθανά μέρη για την εξάπλωση της λοίμωξης, έτσι αυτά τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Μια αιτία ανησυχίας, ωστόσο, είναι εάν νεότερες παραλλαγές του ιού, που θα μπορούσαν να είναι πιο ανθεκτικές στα εμβόλια, θα μπορούσαν να προκαλέσουν νέα αύξηση των λοιμώξεων.

Ωστόσο, η γνώμη των εμπειρογνωμόνων μέχρι στιγμής επισημαίνει ότι τα τρέχοντα εμβόλια θα παρέχουν σημαντικό βαθμό προστασίας, ειδικά στην περίπτωση σοβαρής νόσου και συμπτωμάτων.

Η μελέτη, η οποία δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί πλήρως από ομοτίμους, περιελάμβανε περισσότερες από 57.000 επαφές από 24.000 νοικοκυριά στις οποίες υπήρχε μια επιβεβαιωμένη από τα εργαστήρια, περίπτωση κοροναϊού κατόπιν του εμβολιασμού, σε σύγκριση με σχεδόν ένα εκατομμύριο επαφές μη εμβολιασμένων περιπτώσεων.