Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, όσοι κοιμούνται περισσότερο από μισή ώρα στη μέση της ημέρας είναι πιο πιθανό να πάσχουν από υπέρταση και έχουν αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας.

Οι έρευνα στην Ισπανία έδειξε ότι όσοι είχαν μεγάλη διάρκεια ενδιάμεσου ύπνου είχαν και περισσότερες πιθανότητες να έχουν υψηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), υψηλότερη αρτηριακή πίεση και μια σειρά άλλων καταστάσεων που συνδέονται με καρδιακές παθήσεις και διαβήτη.

Εν τω μεταξύ, όσοι έπαιρναν «power naps» διάρκειας μικρότερης των 30 λεπτών απέφυγαν αυτούς τους αυξημένους κινδύνους για την υγεία. Μάλιστα τα πήγαιναν καλύτερα όσον αφορά την αρτηριακή πίεση από όσους απείχαν εντελώς από τη μεσημεριανή σιέστα.

Διαβάστε επίσης: Χοληστερίνη: Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε

Οι ερευνητές από το Brigham and Women’s Hospital καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η διάρκεια του απογευματινού ύπνου θα μπορούσε να είναι ζωτικής σημασίας όχι μόνο για την παραγωγικότητα της εργασίας αλλά και για τη γενική υγεία.

Τι είναι η σιέστα

Ο όρος «σιέστα» προέρχεται από τη λατινική λέξη «sexta», που σημαίνει έκτη, και αναφέρεται στη «sexta hora» ή την έκτη ώρα της ημέρας. Οι απολαυστικοί ύπνοι, οι οποίοι συνήθως ακολουθούν το μεσημεριανό γεύμα, είναι συνηθισμένοι εδώ και αιώνες σε θερμότερα κλίματα, όπως η Μεσόγειος και η Λατινική Αμερική.

Στην Ισπανία, όπου πιστεύεται ότι ξεκίνησε η παράδοση, οι περισσότερες επιχειρήσεις εξακολουθούν να κλείνουν μεταξύ των ωρών 2 μ.μ. και 4 μ.μ., επιτρέποντας στους υπαλλήλους να ξεκουραστούν κατά τη διάρκεια της πιο ζεστής περιόδου της ημέρας.

Οι αναζωογονητικές δυνάμεις της σιέστας έχουν εξαπλωθεί σε όλες τις γωνιές του πλανήτη και έχουν υιοθετηθεί από Αμερικανούς προέδρους όπως ο Τζον Κένεντι και από τοβ διάσημο φυσικό Άλμπερτ Αϊνστάιν.

Η έρευνα

Η ομάδα μελέτης ανέλυσε δεδομένα που συλλέχθηκαν από 3.275 ενήλικες Ισπανούς στην πόλη Μούρθια της νοτιοανατολικής Ισπανίας.

Αν και μια προηγούμενη μελέτη που διεξήχθη στο Ηνωμένο Βασίλειο έδειξε αιτιώδη σχέση μεταξύ του ενδιάμεσου ύπνου και της παχυσαρκίας, οι Αμερικανοί ερευνητές θεώρησαν απαραίτητο να διεξαχθεί περαιτέρω έρευνα σε έναν πληθυσμό στον οποίο οι σιέστες ήταν πιο πολιτισμικά ενσωματωμένες.

Η ομάδα μέτρησε τα βασικά μεταβολικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων στο Πανεπιστήμιο της Μούρθια, και μια έρευνα για τις σιέστες συνέλεξε λεπτομέρειες σχετικά με τους ύπνους και άλλους παράγοντες του τρόπου ζωής τους.

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Σε εκείνους που δεν έκαναν σιέστες, σε εκείνους που έκαναν σιέστες για λιγότερο από μισή ώρα και σε εκείνους των οποίων οι σιέστες διαρκούσαν περισσότερο από 30 λεπτά. 

Τα αποτελέσματα

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσοι έκαναν μεγαλύτερης διάρκειας σιέστα είχαν υψηλότερο ΔΜΣ και ήταν πιο πιθανό να έχουν μεταβολικό σύνδρομο – μια ομάδα καταστάσεων που αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, διαβήτη, εγκεφαλικού επεισοδίου και άλλων σοβαρών προβλημάτων υγείας – σε σύγκριση με τους Ισπανούς που δεν έκαναν σιέστα.

Η ομάδα με τη μακρά σιέστα είχε επίσης υψηλότερες τιμές περιφέρειας μέσης, επίπεδα γλυκόζης νηστείας, συστολική αρτηριακή πίεση και διαστολική αρτηριακή πίεση.

Η ομάδα μελέτης τόνισε επιπλέον τη συσχέτιση της μεγαλύτερης διάρκειας της σιέστας με μεταγενέστερο νυχτερινό ύπνο και γεύματα, αυξημένη πρόσληψη ενέργειας κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος, ακόμη και με το κάπνισμα.

Διαπίστωσαν επίσης μια σχέση μεταξύ εκείνων που έπαιρναν μεγαλύτερο υπνάκο και του τόπου της σιέστας τους, με πολλούς να επιλέγουν μια πλήρως οριζόντια, ξαπλωμένη στάση στο κρεβάτι τους και όχι στον καναπέ.

Ωστόσο, σε όσους έκαναν σιέστα για λιγότερο από μισή ώρα την ημέρα, αυτοί οι αυξημένοι κίνδυνοι παχυσαρκίας και μεταβολικών προβλημάτων υγείας απλώς δεν υπήρχαν. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι που έκαναν σύντομη σιέστα είχαν λιγότερες πιθανότητες να έχουν αυξημένη συστολική αρτηριακή πίεση από εκείνους που δεν έκαναν καθόλου σιέστα.

Παρά το γεγονός ότι οι ερευνητές παραδέχθηκαν ότι ορισμένοι παράγοντες μπορεί να είναι συνέπεια της παχυσαρκίας και όχι της σιέστας, η προηγούμενη βρετανική μελέτη που υποδεικνύει μια παρόμοια σχέση μεταξύ του ύπνου και της παχυσαρκίας ενισχύει περαιτέρω αυτά τα τελευταία ευρήματα.