Κάθε πότε πρέπει να κάνω εμβόλιο για την COVID 19; Πολλοί ασθενείς έθεταν συνεχώς αυτό ερώτημα στον ειδικό στα μεταδιδόμενα νοσήματα Νέιθαν Λο, επίκουρο καθηγητή στην Ιατρική Σχολή του Στάνφορντ.

«Είναι ένα ερώτημα που θέτουν όλοι. Οι ασθενείς μου, οι φίλοι και οι συγγενείς μου. Και εμείς οι ειδικοί τους παραπέμπουμε στις εθνικές συστάσεις εμβολιασμού, παρότι το συγκεκριμένο ερώτημα γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να απαντηθεί όσο περνά ο καιρός», αναφέρει ο δρ Λο σε δελτίο Τύπου του Πανεπιστημίου.

Ο ίδιος ο καθηγητής και οι συνεργάτες του (ερευνητές από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Γέιλ, από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο και από το υπουργείο Δημόσιας Υγείας της Καλιφόρνιας), στην προσπάθειά τους να βρουν μια επιστημονικώς τεκμηριωμένη απάντηση, κατέφυγαν στα υπολογιστικά μοντέλα.

Συγκεκριμένα, η ερευνητική ομάδα ανέπτυξε ένα μοντέλο προσομοίωσης με βάση τα δεδομένα επιτήρησης της COVID 19 καθώς και της αποτελεσματικότητας του εμβολιασμού τα οποία συλλέγουν τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ.

Τα ευρήματά τους δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications.

Κάθε πότε πρέπει να κάνω εμβόλιο;

  • Αν είστε άνω των 65: Τα άτομα άνω των 65 ετών ή όσα έχουν για διαφορετικούς λόγους αποδυναμωμένο ανοσοποιητικό σύστημα χρειάζονται πιο συχνά ενισχυτικές δόσεις – τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο – ώστε να προστατεύονται από νοσηλεία ή θάνατο.
  • Αν είστε άνω των 75: Για τα άτομα άνω των 75 ετών η λήψη ενισχυτικού εμβολίου μια φορά τον χρόνο μείωνε τις σοβαρές λοιμώξεις από περίπου 1.400 ανά 100.000 άτομα σε περίπου 1.200 ανά 100.000 άτομα κατ’έτος. Αν όμως τα άτομα αυτής της ηλικιακής ομάδας έκαναν ενισχυτικό εμβόλιο δύο φορές τον χρόνο, οι σοβαρές λοιμώξεις μειώνονταν σε περίπου 1.000 ανά 100.000 άτομα.
  • Αν είστε νεότεροι (και υγιείς): Για τα νεότερα υγιή άτομα, η μείωση των σοβαρών λοιμώξεων ήταν πολύ μικρότερη. Ο ετήσιος ενισχυτικός εμβολιασμός ή ο ενισχυτικός εμβολιασμός δύο φορές τον χρόνο φάνηκε να μειώνει τις σοβαρές λοιμώξεις στα άτομα ηλικίας 18 ως 49 ετών κατά μόλις 14 ως 26 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα. Οι ερευνητές εξέτασαν την επίδραση του ενισχυτικού εμβολιασμού στη μετάδοση του ιού και είδε ότι ο πιο συχνός εμβολιασμός για όλες τις ηλικιακές ομάδες οδηγούσε σε μικρότερη συνολική μετάδοση, γεγονός που είχε επιπρόσθετο όφελος για τις ομάδες «υψηλού κινδύνου». Οι ερευνητές σημείωσαν επίσης ότι ο συχνός ενισχυτικός εμβολιασμός φάνηκε να μειώνει και τις ήπιες λοιμώξεις σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.

«Στη συγκεκριμένη μελέτη επικεντρωθήκαμε στη μείωση των σοβαρών λοιμώξεων που οδηγούν στο νοσοκομείο. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές άλλες παράμετροι που επηρεάζουν την απόφαση για εμβολιασμό», σημειώνουν οι συγγραφείς της μελέτης.