Επιστήμονες του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια  «Penn State College of Health and Human Development» παρακολούθησαν τα πρότυπα ύπνου για σχεδόν 3.700 συμμετέχοντες κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας.

Η ανάλυσή τους έδειξε ότι ο ύπνος μπορεί να χωριστεί σε 4 κατηγορίες:

  • Ποιοτικός και επαρκής σε καθημερινή βάση.
  • Καλός ύπνος μόνο τα Σαββατοκύριακα.
  • Ελλιπής (αϋπνία).
  • Καλός βραδινός ύπνος σε συνδυασμό με μεσημεριανό.

Τα άτομα που ανήκαν στην πρώτη κατηγορία ανέφεραν ότι κοιμούνται επαρκείς, σταθερές ώρες και αισθάνονται ικανοποιημένοι με τον ύπνο τους και σε εγρήγορση κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Τα άτομα που ανήκαν στην δεύτερη, συνήθιζαν να κοιμούνται ακανόνιστες ή λιγότερες ώρες μέσα στην εβδομάδα και περισσότερο τα Σαββατοκύριακα.

Οι άνθρωποι που υπέφεραν από αϋπνία δυσκολεύονταν να αποκοιμηθούν και κοιμόντουσαν λιγότερο συνολικά σε σύγκριση με τα υπόλοιπα άτομα. Ανέφεραν επίσης ότι αισθάνονται πιο κουρασμένοι κατά τη διάρκεια της ημέρας και λιγότερο ευχαριστημένοι με τον ύπνο τους.

Οι συμμετέχοντες που ανήκαν στην τελευταία κατηγορία, ανέφεραν αρκετά σταθερό ύπνο τη νύχτα αλλά κοιμόντουσαν και κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Στη συνέχεια, οι ερευνητές έλεγξαν και άλλους παράγοντες που συμβάλλουν στην ποιότητα του ύπνου και την υγεία, όπως υποκείμενες παθήσεις, κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, εργασιακό περιβάλλον κτλ.

Περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες εμπίπταν στις χειρότερες κατηγορίες ύπνου

Δηλαδή, ήταν άτομα με αϋπνία ή άτομα που έπαιρναν έναν υπνάκο το μεσημέρι.

Αναλυτικά, τα άτομα με αϋπνίες είχαν 28% έως 81% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων, διαβήτη και κατάθλιψης, σε σύγκριση με όσους κοιμούνταν καλά.

Τα άτομα που κοιμόντουσαν και κατά τη διάρκεια της ημέρας είχαν επίσης 128% αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη και 62% αυξημένο κίνδυνο σωματικής αδυναμίας- ευπάθειας.

Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι ο πολύ λίγος ύπνος μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας, εγκεφαλικού επεισοδίου, καρδιακής προσβολής και ηπατικής νόσου με μελέτη να αποκαλύπτει ότι περίπου το 83% των ατόμων με κατάθλιψη έχουν επίσης αϋπνία.

Σύμφωνα με το CDC (Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ), ο ανεπαρκής ύπνος σημαίνει ότι το σώμα και το μυαλό δεν έχουν χρόνο να «αναρρώσουν» από το άγχος της ημέρας. Και το χρόνιο στρες έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να αποτελέσει αιτία για μια σειρά ασθενειών.

Οι επιστήμονες έχουν επίσης επισημάνει τους κινδύνους του υπερβολικού ύπνου.

Ο υπερβολικός ύπνος έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη, καρδιαγγειακές παθήσεις, παχυσαρκία, κατάθλιψη και πονοκεφάλους, σύμφωνα με το πανεπιστήμιο Johns Hopkins.

Ποια άτομα ήταν πιο πιθανό να χάνουν τον ύπνο τους

Σύμφωνα με τη συγγραφέα της μελέτης, Δρ Σοόμι Λι, oι άνεργοι ήταν πιο πιθανό να υποφέρουν από αϋπνία με προηγούμενη μελέτη από το πανεπιστήμιο της Γλασκώβης να συμφωνεί.

«Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι είναι δύσκολο να αλλάξουμε τις συνήθειες του ύπνου μας, επειδή η υγεία του ύπνου συνάδει με τον συνολικό τρόπο ζωής μας. Μπορεί επίσης να υποδηλώνουν ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να μην γνωρίζουν τη σημασία του ύπνου για την υγεία τους.

Πρέπει να καταβάλουμε περισσότερες προσπάθειες για να εκπαιδεύσουμε το κοινό σχετικά με τα σωστά πρότυπα ύπνου. Υπάρχουν πράγματα που ο καθένας θα μπορούσε να κάνει για να βελτιώσει τον ύπνο του, όπως να μην χρησιμοποιεί το κινητό στο κρεβάτι, να βάλει στη ζωή του την άσκηση, να αποφεύγει την καφεΐνη αργά το απόγευμα κ.τλ.», κατέληξε η ίδια.