Έχω ως αρχή μου να απευθύνομαι στον πληθυντικό στα άτομα που μου παραχωρούν συνέντευξη, από σεβασμό. Στην περίπτωση του Πέτρου Λαγούτη, όμως, δεν μπόρεσα να την τηρήσω· όταν κάποιος, «παγιδευμένος» για χρόνια σε έναν πολύ δύσκολο εθισμό, δέχεται να σου μιλήσει ανοιχτά, ο πληθυντικός μοιάζει… αστείος.

Ας ξεκινήσουµε µε τους τηλεοπτικούς «Παγιδευµένους» που, από τα πρώτα επεισόδια, απέκτησαν φανατικό κοινό, προφανώς λόγω των συνεχών ανατροπών.

Ναι, κι εγώ νομίζω ότι αυτός είναι ο βασικός λόγος. Έχει πολύ καλογραμμένο και έξυπνο σενάριο, με απίστευτες ανατροπές σε όλα τα μέτωπα, συναισθηματικά, εγκληματολογικά, που διαρκώς σε «ρίχνουν» από το «ζεστό» στο «κρύο». Κι αυτό, όταν γίνεται καλά, αποτελεί ένα πολύ δυνατό μυστικό επιτυχίας.

Ανεξάρτητα από την επιτυχία τους, οι «Παγιδευµένοι» σε έφεραν κοντά µε τη Μάρθα Λαµπίρη-Φεντόρουφ, µε την οποία είναι πια γνωστό ότι είστε ζευγάρι. Ωστόσο, η ίδια έχει πει ότι δεν θέλει να δίνει στον κόσµο παρά ένα συγκεκριµένο κοµµάτι της ζωής της. Εσύ πώς αποφάσισες να κάνεις τόσο προσωπικές αποκαλύψεις;

Αναφέρεσαι, προφανώς, στα «άλλα» θέματα, τα δικά μου. Θα σου απαντήσω, λοιπόν, ότι δεν ξεκίνησα να μιλάω για να κάνω την αποκάλυψη, αλλά έκανα την αποκάλυψη για να εξυπηρετήσω το στόχο μου. Πίστεψα ότι η δημόσια παραδοχή θα λειτουργούσε για μένα ως μεγαλύτερη δέσμευση –και, όντως, έτσι είναι– κι ότι αν είχα, κάποια στιγμή, τη διάθεση να υποτροπιάσω, θα το σκεφτόμουν διπλά· θα είχα μια έξτρα δικλίδα ασφαλείας. Κι ο δεύτερος λόγος ήταν ότι δεν ήθελα κανείς να μπορεί να πει στα παιδιά μου –ούτε καν να διανοηθεί ότι μπορεί να τους πει– κάτι που δεν το γνωρίζουν ήδη από εμένα. Τώρα, όσον αφορά τη δικλίδα ασφαλείας που ανέφερα πριν, καμία τέτοια δεν υπάρχει αν εσύ δεν είσαι πραγματικά δυνατός μέσα σου. Όλα τα άλλα είναι απλώς «δεκανίκια»…

Είναι όντως ο τζόγος ο πιο δύσκολος εθισµός, µε την έννοια ότι υπάρχουν περισσότεροι, ακόµα και χηµικοί τρόποι για να αντιµετωπίσεις τις ουσίες ή τον αλκοολισµό;

Με το «βομβαρδισμό» που γίνεται από την τηλεόραση και σε συνδυασμό με την οικονομική ανέχεια, είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να απεξαρτηθείς από τον τζόγο. Γιατί, επιπλέον, υπάρχει το ότι κοινωνικά είσαι «οκέι». Αν παίξεις στοίχημα ή πας μια βόλτα στο καζίνο, κανείς δεν θα σου πει κάτι. Αντίθετα, αν παραδεχτείς ότι πήρες μια ουσία, πολλοί θα σε στραβοκοιτάξουν, ενώ θα φανεί και σωματικά. Στον τζόγο, μέχρι να φτάσει κάποιος στο χείλος του γκρεμού, μπορεί να είναι –ή έστω να δείχνει– πολύ λειτουργικός. Δεν ξέρω αν είναι ο πιο δύσκολος εθισμός, γιατί δεν έχω βιώσει άλλους, όμως σίγουρα είναι πολύ δύσκολος.

Δεν γνώριζα ότι στο ΚΕΘΕΑ υπάρχει θεραπεία απεξάρτησης και για αυτό τον εθισµό. Οποιοσδήποτε µπορεί να απευθυνθεί εκεί;

Φυσικά. Και όλοι έχουν ακριβώς την ίδια αντιμετώπιση. Γίνεται εκπληκτική δουλειά. Ούτε στη δική μου περίπτωση έπαιξε κάποιο ρόλο η όποια αναγνωρισιμότητά μου. Μπήκα κανονικότατα σε λίστα αναμονής και, μετά, εκτός από το να είμαι απόλυτα συνεπής στις συνεδρίες, όφειλα να τηρώ όλους τους κανόνες, που είναι πολύ αυστηροί. Ορισμένοι, δε, φαίνονται… ακατανόητοι. Για παράδειγμα, αφού εγώ ήρθα εδώ για να κόψω τον τζόγο, γιατί μου απαγορεύεις, μία ημέρα πριν από τη συνεδρία μου, να πιω ένα ποτήρι αλκοόλ ή να βγω για φαγητό; Κι όμως, όλοι οι εθισμοί συνδέονται, με κάποιον τρόπο, στον εγκέφαλό μας, οπότε είναι πάντα επικίνδυνο, ανοίγοντας μια «πόρτα», να οδηγηθείς και σε άλλους «διαδρόμους».

Δείτε το βίντεο με τον Πέτρο Λαγούτη

Σαφώς ήταν δική σου απόφαση να ζητήσεις βοήθεια από ειδικούς. Πόσο συνειδητή όµως ήταν εξαρχής;

Απόλυτα! Ήμουν ήδη πολλά χρόνια στο «κουρμπέτι». Όταν, λοιπόν, είπα ότι θα πάω, ήμουν συνειδητοποιημένος ότι… θα φάω τις σάρκες μου μέχρι να πω «τέλος». Εννοείται ότι ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Ήμουν, όμως, πολύ αποφασισμένος.

Ξέρω ότι οι γιοι σου παίζουν τον πρώτο «ρόλο» στη ζωή σου, το ίδιο έκαναν και στην απόφασή σου;

Τα παιδιά έπαιξαν τεράστιο ρόλο και στο να πάω, αλλά και στο να τα καταφέρω. Έχουμε μια πάρα πολύ ωραία σχέση, μιλάμε ανοιχτά, κάνουμε τα πάντα μαζί και συγκινούμαι που τα λέω αυτά. Με τον Δημήτρη, που είναι 21,5, και τον Γιωργή, που είναι 18, είμαστε πάρα πολύ δεμένοι από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής τους και για αυτό έχω πει ότι το μόνο που ποτέ δεν τζόγαρα ήταν η σχέση μου μαζί τους.

Η σχέση σας µε τη Μυρτώ Αλικάκη ήταν τόσο στιβαρή ώστε, ακόµα και µετά το διαζύγιο, να συνεχίσετε να µεγαλώνετε τους γιους σας µαζί;

Μεταξύ μας δεν κινδύνεψε ποτέ το κομμάτι που αφορούσε τη συνεννόησή μας ως προς τα παιδιά. Για να το «πιάσω» λίγο από την αρχή, εννοείται ότι δύο άνθρωποι δεν χωρίζουν αν η σχέση τους πηγαίνει καλά. Ωστόσο, λόγω είτε των χαρακτήρων μας είτε της αγάπης μας για τα παιδιά, δεν τα χρησιμοποιήσαμε ούτε μία στιγμή. Ούτε για κοντρίτσες, ούτε για πείσματα, ούτε για να χτυπήσει ο ένας τον άλλο, ούτε για να ικανοποιήσουμε τους εγωισμούς μας. Και με τον καιρό, επειδή νομίζω ότι είμαστε δυο άνθρωποι που έχουμε «δουλέψει» τους εαυτούς μας, η σχέση μας γινόταν όλο και καλύτερη. Σταδιακά, θυμάσαι ξανά γιατί αγάπησες τον άλλο και γιατί υπήρξατε μαζί.

Και κάπως έτσι φτάσατε όχι µόνο να παίζεις µε τη Μυρτώ στην ίδια παράσταση, αλλά και να τη σκηνοθετείς. Σε ένα έργο που, λίγο-πολύ, όλοι έχουµε δει στον κινηµατογράφο (και στην ελληνική του µεταφορά, από τον Θοδωρή Αθερίδη), αλλά ποτέ στο θέατρο.

Προσωπικά, είχα δει την ιταλική ταινία όταν πρωτοβγήκε, το 2016, μόνος μου, σε ένα θερινό σινεμά. Την είδα, γέλασα, βούρκωσα και, όταν τελείωσε, σκέφτηκα ότι θα γινόταν ένα πάρα πολύ ωραίο θεατρικό. Έκανα λοιπόν κάποιες προσπάθειες, δεν τελεσφόρησαν, έπειτα ήρθε η πανδημία, οπότε κι εγώ κάπως το άφησα, μέχρι που μου τηλεφώνησε ο Θοδωρής Μαροσούλης και μου είπε ότι ήθελε οπωσδήποτε να ανεβάσει με εμένα τους «Τέλειους ξένους» και να του προτείνω τους υπόλοιπους ηθοποιούς, αλλά και τον σκηνοθέτη που προτιμούσα. Ο Γιώργος Παλούμπης, που ήθελα, δεν μπορούσε, το ίδιο συνέβη με έναν ακόμα σκηνοθέτη και, τελικά, είπα στον Μαροσούλη ότι θα το συνσκηνοθετούσα με τον Γιώργο Πυρπασόπουλο, με τον οποίο χρόνια ψάχναμε τρόπο να συνεργαστούμε στο θέατρο. Είχε ρίσκο η πρόταση, ο Μαροσούλης μού ζήτησε λίγες ημέρες να το σκεφτεί, αλλά στο τέλος μού είπε: «Προχωράμε. Κάντε το εσείς!»

Δεν πιστεύω, όµως, πως µπορούσε να φανταστεί την επιτυχία που θα ερχόταν… Δύο συνεχόµενες σεζόν sold out και, αµέσως µετά το Πάσχα, ξεκινάτε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.

Οι «Τέλειοι ξένοι» είναι ένα πολύ σημερινό, πάρα πολύ καλά δομημένο έργο, με μια θεματολογία που, θεατρικά τουλάχιστον, δεν έχει κορεστεί: το ρόλο που παίζουν στη ζωή μας το κινητό, τα social, η τεχνολογία, τόσο στις φιλικές και ερωτικές όσο και στις γονεϊκές, κοινωνικές και επαγγελματικές μας σχέσεις.

Είχαμε να «πατήσουμε» και σε μια πολύ ωραία μετάφραση, της Ελεονώρας Μελέτη, και από εκεί και πέρα το κύριο μέλημά μας με τον Γιώργο ήταν να φτιάξουμε μια πολύ καλή παρέα. Θέλαμε να είναι όλοι αληθινά καλά παιδιά, να μπορούμε να συνεννοηθούμε ως άνθρωποι, και σε αυτό δεν «ρίξαμε νερό στο κρασί μας», ούτε όταν χρειάστηκε να κάνουμε δύο αντικαταστάσεις τη δεύτερη χρονιά. Αυτή είναι η επιτυχία μας.

Με τη σκηνοθεσία πώς ένιωσες; Θα το επιχειρήσεις ξανά;

Μου άρεσε πάρα πολύ. Γιατί ενώ τόσα χρόνια έχεις συνηθίσει να είσαι ένα –πολύ δημιουργικό ίσως– βιολί, ξαφνικά καλείσαι να φανταστείς όχι μόνο έναν ήρωα, αλλά όλο το σύνολο· και αυτό είναι πάρα πολύ γοητευτικό. Από την άλλη, επειδή έγινε μεγάλη επιτυχία, αναγνώρισα έγκαιρα την «παγίδα» που ίσως πάει να μου στήσει η ζωή: να τη «δω» σκηνοθέτης. Εδώ, όμως, είχα ένα έργο που το ήθελα πάρα πολύ, είχα ήδη στήσει στο μυαλό μου κάθε σκηνή… Οπότε, θα ξανασκηνοθετήσω όταν βρεθώ ξανά μπροστά σε κάτι ανάλογο, σε ένα έργο, δηλαδή, που θα πω ότι αυτό θέλω να το κάνω εγώ.

Το έργο του Πάολο Τζενοβέζε θα λέγαµε ότι βασίζεται στη φράση του Μαρκές «καθένας από εµάς έχει τρεις ζωές: µία δηµόσια, µία προσωπική και µία µυστική». Εσύ έχεις µυστική ζωή;

Πιστεύω ότι όλοι έχουμε. Ακόμα και με τον άνθρωπό μας δεν μοιραζόμαστε κάθε σκέψη μας, όμως, με την έννοια που υπάρχει στο έργο, δεν έχω μυστική ζωή. Δεν έχω μυστική ζωή στα social, δεν ήμουν ποτέ αυτής της σχολής και δεν τα καταλαβαίνω όλα αυτά κιόλας. Το δικό μου το στοίχημα, μετά την περιπέτειά μου, είναι η μυστική μου ζωή να μην είναι ένοχη.

Έχεις, ωστόσο, και µια ζωή που δεν πολυξέρουµε: τη νεανική. Από τους πρώτους εισακτέους στις ναυτιλιακές σπουδές και… φανατικός µπαλαδόρος, ένα µικρόβιο που «κόλλησες» και στο µικρό γιο σου.

Ο δικός μου πατέρας δεν ήταν «από πάνω μου», δεν ήθελε να γίνω ποδοσφαιριστής, οπότε εγώ φρόντισα να παράσχω όλο το «πακέτο» στον Γιωργή, μέχρι πέρσι που έκανε ο ίδιος την ανατροπή. Μας έβαλε κάτω με τη μητέρα του και μας ανακοίνωσε ότι «τέρμα η μπάλα με τους τωρινούς ρυθμούς», θα δώσει πανελλαδικές και στοχεύει στην Πληροφορική. Εμείς είχαμε ήδη κανονίσει να πάει στην Ισπανία, αλλά, μόλις πήγα να του πω τι θα έκανα στη θέση του, με αποστόμωσε: «Εγώ είμαι εγώ κι εσύ είσαι εσύ!». Το μόνο που τον συμβούλεψα ήταν να μη σταματήσει εντελώς, αλλά να συνεχίσει χαλαρά, έστω για την πλάκα του, κι έτσι έφυγε από τον Ιωνικό, που έπαιζε στη Super League K17, και πήγε στον Ηλυσιακό.

Ο Δηµήτρης, πάντως, ο οποίος είναι και vegetarian, δεν απέφυγε το άλλο… µικρόβιο.

Η αλήθεια είναι ότι με έχει επηρεάσει κι έχω αρχίσει να μειώνω κι εγώ το κρέας. Όσον αφορά, τώρα, την υποκριτική, έχει ήδη συνειδητοποιήσει ότι ο δρόμος που διάλεξε δεν είναι εύκολος· αποβλήθηκε από τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης επειδή συμμετείχε σε ένα επεισόδιο του «Έτερος εγώ», περνώντας μάλιστα κανονικότατα από οντισιόν. Και τα δύο αγόρια μας μεγάλωσαν στα παρασκήνια και τα καμαρίνια, όμως, το να ζεις κάτι εκ των έσω είναι εντελώς διαφορετικό. Το Εθνικό όπου φοιτά πλέον ο Δημήτρης είναι πάρα πολύ απαιτητικό.

Αυτό, όμως, που πάντα τους λέμε είναι να βρουν και να κάνουν ό,τι πραγματικά θέλουν και όλα τα άλλα θα έρθουν· εννοώ και τα λεφτά. Το πιστεύω απόλυτα. Όταν κάνεις αυτό που αγαπάς, αργά ή γρήγορα, θα βρεις τον τρόπο να ζεις και από αυτό.

Η δική σου ζωή πώς θα ήθελες να είναι στο άµεσο µέλλον;

Θέλω να κάνω πολύ ωραία πράγματα στο Θέατρο Αθηνά (σ.σ. όπου έχει αναλάβει καλλιτεχνικός διευθυντής) και να κάνω κάτι πιο μικρό στην τηλεόραση, με άλλους όρους. Θέλω να πάω δυο ταξίδια, να παίξω μπάλα, να κάτσω να δω μπάλα, να διαβάσω… γιατί μου έχουν λείψει η ηρεμία, η ησυχία και ο προσωπικός χρόνος.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΠΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΑΤΑΛΙΑ ΜΠΑΛΤΑ

GROOMING: ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΓΕΝΤΗ

Ευχαριστούμε θερμά για τη φιλοξενία τις Ακαδημίες Ποδοσφαίρου Κ. Καραταΐδη.