Ο διαβήτης τύπου 2 «καραδοκεί»… νέα επιστημονική μελέτη όμως, αποκάλυψε τον τρόπο να μειώσουμε τον κίνδυνο.

Ερευνητές από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Τύμπινγκεν, το Helmholtz Munich και το Γερμανικό Κέντρο Έρευνας για τον Διαβήτη (DZD) υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι που επαναφέρουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα, μέσω του υγιεινού τρόπου ζωής, μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 κατά 71%, ακόμα και εάν δεν χάσουν βάρος.

Προδιαβήτης ο «προθάλαμος» του διαβήτη

Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν με προδιαβήτη. Υπολογίζεται ότι ένας στους δέκα ενήλικες πάσχει από προδιαβήτη, αν και ο αριθμός των μη αναφερόμενων περιπτώσεων σημαίνει ότι ο πραγματικός αριθμός μπορεί να είναι σημαντικά υψηλότερος.

Ο προδιαβήτης είναι μια κατάσταση στην οποία τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα είναι αυξημένα, αλλά δεν πληρούν ακόμη τα κριτήρια για διαβήτη. Συχνά παραμένει αδιάγνωστος για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς τα άτομα που πάσχουν δεν παρουσιάζουν συμπτώματα.

Όταν τα κύτταρα του σώματος γίνονται πιο ανθεκτικά στην ενδογενή ορμόνη ινσουλίνη, η μεταφορά της γλυκόζης από το αίμα προς τα κύτταρα μειώνεται, με αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.

Οι συνέπειες μπορεί να είναι σοβαρές: Εάν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, υπάρχει υψηλός κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, νόσος που επηρεάζει περισσότερους από 460 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.

Ο διαβήτης τύπου 2 συνδέεται με σοβαρές επιπλοκές, όπως καρδιαγγειακές παθήσεις, καθιστώντας την πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση ζωτικής σημασίας για την δημόσια υγεία.

Διαβήτης τύπου 2 και κατανομή λίπους

Σύμφωνα με τη μακροχρόνια μελέτη, που διεξήχθη από το Τμήμα Διαβητολογίας, Ενδοκρινολογίας και Νεφρολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Τύμπινγκεν, 234 από τους περισσότερους από 1100 συμμετέχοντες δεν έχασαν βάρος ή μάλιστα πήραν, κατά τη διάρκεια ενός έτους, παρά τις αλλαγές στον τρόπο ζωής τους.

Ωστόσο, το 22% εξ αυτών επανέφερε τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα. Η εξέλιξη του διαβήτη τύπου 2 παρακολουθήθηκε για μια περίοδο έως και 9 επιπλέον χρόνια. Χωρίς απώλεια βάρους, η συγκεκριμένη ομάδα φάνηκε να έχει έως και 71% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσει διαβήτη.

Το ποσοστό αυτό μάλιστα, φάνηκε να είναι σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό των ατόμων που κατάφεραν να μειώσουν τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 χάνοντας βάρος (73%).

Οι ερευνητές έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στην κατανομή του λίπους. Εξέτασαν συγκεκριμένα, τη σχέση μεταξύ του σπλαχνικού λίπους (το εσωτερικό κοιλιακό λίπος που περιβάλλει τα όργανα) και του υποδόριου λίπους (ο λιπώδης ιστός που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το δέρμα).

Όπως αναφέρουν, το σπλαχνικό λίπος φαίνεται να απελευθερώνει σηματοδοτικά μόρια που προάγουν τη φλεγμονή και διαταράσσουν την ορμονική ισορροπία, γεγονός που οδηγεί σε αντίσταση στην ινσουλίνη και συνδέεται με τον διαβήτη τύπου 2.

Οι συμμετέχοντες στη μελέτη των οποίων τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα επανήλθαν στο φυσιολογικό χωρίς να χάσουν βάρος, είχαν χαμηλότερο ποσοστό κοιλιακού λίπους ως αποτέλεσμα αλλαγών στον τρόπο ζωής σε σύγκριση με εκείνους των οποίων τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα παρέμειναν στο εύρος του προδιαβήτη.

Η μελέτη έχει δημοσιευθεί στο nature medicine.