Τόσο ο ενθουσιασμός όσο και η απαισιοδοξία έχουν άμεσες συνέπειες στην ψυχική υγεία, λένε οι ειδικοί. Όταν περιμένουμε καλά πράγματα, η καθημερινή ζωή μας, μας φαίνεται πιο ασφαλής και πιο ευχάριστη. Η χρόνια απογοήτευση, από την άλλη, προκαλεί ένα αίσθημα κενού και καταθλιπτικά συναισθήματα.

Κάποιες φορές, οι άνθρωποι σταματούν να ελπίζουν όχι επειδή έχουν χάσει τη χαρά, αλλά επειδή η ίδια η ελπίδα έχει γίνει αβάσταχτη. Όταν κανείς βιώνει συνεχείς απογοητεύσεις, αρχίζει να αντιλαμβάνεται την ελπίδα σαν κάτι που του προκαλεί πόνο, γιατί σχετίζεται με την «προδοσία» του να περιμένει κάτι καλό και να μην το λαμβάνει ποτέ. Κάθε φορά που υπάρχει μια προσδοκία και δεν εκπληρώνεται, ο εγκέφαλος αισθάνεται την απογοήτευση και αυτό μπορεί να κάνει την ελπίδα να φαίνεται πια σαν κάτι επικίνδυνο, παρά σαν κάτι θετικό.

Στην ουσία, μπορεί να προτιμάμε να ζουμε χωρίς ελπίδα, παρά να υπομένουμε συνεχώς την απογοήτευση που αυτή φέρνει. Επομένως, η επιλογή να σταματήσουμε να ελπίζουμε γίνεται μια άμυνα: “Αν δεν ελπίζω, δεν θα απογοητευτώ.”

Ύστερα από πολλές απογοητεύσεις λοιπόν, ο εγκέφαλος μαθαίνει ότι η προσπάθεια οδηγεί σε πόνο. Η επιστήμη εξηγεί ότι τα κυκλώματα ντοπαμίνης προσαρμόζονται κυριολεκτικά στην επαναλαμβανόμενη απογοήτευση. Το αποτέλεσμα είναι μια μορφή νευροβιολογικής απαισιοδοξίας, ένα νευρικό σύστημα που δεν περιμένει τίποτα…

Ντοπαμίνη και προσδοκίες

Η ντοπαμίνη, ένας σημαντικός χημικός αγγελιαφόρος του εγκεφάλου που επηρεάζει την κίνηση και τη μάθηση, μας βοηθά να αισθανόμαστε κίνητρο και να επιδιώκουμε στόχους. Δεν αυξάνεται όταν παίρνουμε μια ανταμοιβή, αλλά όταν την αναμένουμε. Βαθιά μέσα στον εγκέφαλο, η κοιλότητα του κοιλιακού τοιχώματος απελευθερώνει ντοπαμίνη όταν περιμένουμε κάτι καλό και στέλνει σήματα σε άλλες περιοχές, δημιουργώντας αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν “σφάλμα πρόβλεψης ανταμοιβής”.

Αυτό το σύστημα συνεχώς συγκρίνει αυτό που περιμένουμε με αυτό που πραγματικά βιώνουμε. Αν η πραγματικότητα ξεπερνά την προσδοκία, η ντοπαμίνη εκτοξεύεται· αν δεν την ικανοποιεί, η ντοπαμίνη μειώνεται. Με άλλα λόγια, η ντοπαμίνη ενεργοποιείται όταν προσδοκούμε κάτι και όταν η πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται σε αυτή την προσδοκία, δημιουργείται μια “διάφορα” ή “σφάλμα” στον εγκέφαλο, σαν να έχουμε κάνει λάθος στην πρόβλεψη της ανταμοιβής.

Μέσω της επανάληψης, ο εγκέφαλος μαθαίνει τα μοτίβα του σφάλματος πρόβλεψης. Οι μεγάλες απογοητεύσεις λένε στο σύστημά μας ότι “η επιθυμία οδηγεί στον πόνο” και έτσι αυτό σταματά να αντιδρά σε πιθανές ανταμοιβές. Ψυχολογικά, αυτό σημαίνει ότι μαθαίνουμε να νιώθουμε αβοήθητοι, σα να μην μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα. Βιολογικά, ο εγκέφαλός μας «σταματάει» να αντιδρά σε αυτά που μας κάνουν να αισθανόμαστε ζωντάνια και ενθουσιασμό.

Η επανενεργοποίηση της ελπίδας

Για να αποκατασταθεί η ελπίδα, ο εγκέφαλος πρέπει να συγκεντρώσει νέα στοιχεία που να του δείχνουν ότι η προσπάθεια μπορεί ακόμα να έχει σημασία. Αυτό μπορεί να συμβεί με μικρές, συνεπείς ενέργειες. Για παράδειγμα, να κάνουμε δραστηριότητες που στο παρελθόν μας έδιναν χαρά και νόημα, ακόμα κι αν τώρα δεν έχουμε κίνητρο, να αναζητήσουμε νέα ερεθίσματα, να επιδιώξουμε «κοινωνική ζεστασιά», να ζητάμε βοήθεια όταν την έχουμε ανάγκη.

Η επαναλαμβανόμενη απογοήτευση κάνει την ελπίδα τρομακτική, αλλά χωρίς αυτήν, η ζωή είναι άχρωμη

Ο ψυχαναλυτής Άνταμ Φίλιπς είπε κάποτε ότι «η επιθυμία είναι σημάδι πως είμαστε ζωντανοί». Είναι ευχάριστη γιατί τραβά το μυαλό προς αυτό που μπορεί να γίνει. Μας δίνει σκοπό, μας κινητοποιεί και ανοίγει δρόμους, ακόμη κι όταν οι απογοητεύσεις μάς έχουν κάνει να διστάζουμε. Μας υπενθυμίζει πως το ταξίδι της ζωής είναι γεμάτο δυνατότητες.

Όταν επιθυμούμε, τα συστήματα ντοπαμίνης ξυπνούν. Φανταζόμαστε, σχεδιάζουμε και προσανατολιζόμαστε σε ένα μελλοντικό γεγονός.

Χωρίς την επιθυμία, η ζωή μπορεί να φαίνεται αδιάφορη. Γι’ αυτό και είναι τόσο σημαντικό να μην χάνουμε την ελπίδα μας.