Όταν η καρδιά βρίσκεται σε κίνδυνο στη μέση ηλικία, οι πιθανότητες εμφάνισης άνοιας στην τρίτη ηλικία, μπορούν να αυξηθούν δραματικά, όπως αποκαλύπτει νέα έρευνα.

Οι ειδικοί προειδοποιούν εδώ και χρόνια ότι οι γνωστοί παράγοντες κινδύνου για καρδιοπάθειες, όπως η υψηλή πίεση και η χοληστερόλη, δεν επηρεάζουν μόνο την καρδιά, αλλά μπορεί να προκαλέσουν αθόρυβα βλάβες στα μικροσκοπικά και ευαίσθητα αιμοφόρα αγγεία που τροφοδοτούν με αίμα τον εγκέφαλο.

Πρόσφατα, Βρετανοί επιστήμονες ανακάλυψαν ότι τα άτομα με καρδιολογικές βλάβες στη μέση ηλικία είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν άνοια (30%). Επιπλέον, διαπίστωσαν ότι αυτοί οι βιολογικοί δείκτες ενδέχεται να είναι εμφανείς ακόμα και 25 χρόνια πριν από τη διάγνωση.

Οι ερευνητές, οι οποίοι χαρακτήρισαν τα ευρήματα «σημαντικά», μας προτρέπουν να επικεντρωθούμε στη σωστή διατροφή, την άσκηση και την αποφυγή του καπνίσματος για να διατηρήσουμε την καρδιά μας υγιή και να μειώσουμε τον κίνδυνο άνοιας.

Φροντίζουμε την καρδιά μας, προστατεύουμε τον εγκέφαλό μας

Ο καθηγητής Μπράιαν Ουίλιαμς, επικεφαλής επιστημονικός και ιατρικός υπεύθυνος του Βρετανικού Ιδρύματος Καρδιάς, το οποίο χρηματοδότησε την έρευνα, δήλωσε:

«Αυτή η μελέτη είναι μια σημαντική υπενθύμιση ότι η υγεία της καρδιάς και η υγεία του εγκεφάλου μας συνδέονται. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η μέση ηλικία είναι μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περίοδος, με τις βλάβες σε αυτό το στάδιο να θέτουν την υγεία της καρδιάς και του εγκεφάλου σε μια φθίνουσα πορεία. Πρέπει να επικεντρωθούμε στην υγεία της καρδιάς σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας για να δώσουμε έτσι και στον εγκέφαλό μας την ευκαιρία να μεγαλώσει καλά. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διατηρούμε την αρτηριακή πίεση μας υπό έλεγχο, να διαχειριζόμαστε τα επίπεδα χοληστερόλης, να παραμένουμε ενεργοί, να διατηρούμε ένα υγιές βάρος και να αποφεύγουμε το κάπνισμα».

Αναλυτικά η νέα έρευνα

Για τις ανάγκες της μελέτης, οι επιστήμονες από το University College London (UCL), εξέτασαν τα επίπεδα μιας πρωτεΐνης που ονομάζεται τροπονίνη στο αίμα. Η τροπονίνη απελευθερώνεται στην κυκλοφορία του αίματος όταν υπάρχει βλάβη στον καρδιομυϊκό ιστό. Εάν υπάρχουν επίπεδα αυτής της πρωτεΐνης υψηλότερα από τα φυσιολογικά σε άτομα χωρίς συμπτώματα, αυτό μπορεί να υποδεικνύει συνεχιζόμενη και αδιάγνωστη βλάβη στην καρδιά.

Οι ερευνητές εξέτασαν τα ιατρικά αρχεία σχεδόν 6.000 ατόμων. Όλοι είχαν υποβληθεί σε τεστ για τα επίπεδα τροπονίνης όταν ήταν ηλικίας μεταξύ 45 και 69 ετών. Κανείς δεν είχε διάγνωση άνοιας ή καρδιοπάθειας όταν έκανε το τεστ.

Στη συνέχεια, παρακολουθήθηκαν για έναν μέσο όρο 25 ετών και υποβλήθηκαν σε τεστ ανά έξι διαφορετικά χρονικά σημεία με σκοπό να αξιολογηθούν οι δεξιότητες μνήμης και σκέψης τους.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, 695 άτομα διαγνώστηκαν με άνοια.

Οι ερευνητές συνέκριναν τα άτομα με άνοια με εκείνα που δεν είχαν και διαπίστωσαν ότι όσοι εμφάνισαν την πάθηση είχαν «συνεχώς» υψηλότερα επίπεδα τροπονίνης στο αίμα τους και αυτό ήταν εμφανές σε εξετάσεις αίματος που πραγματοποιήθηκαν από 7 έως 25 χρόνια πριν από τη διάγνωση της άνοιας.

Όσοι είχαν υψηλότερα επίπεδα τροπονίνης στην αρχή της μελέτης, είχαν 38% μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν άνοια σε σχέση με εκείνους με τα χαμηλότερα επίπεδα.

Μιλώντας στο European Heart Journal, οι ερευνητές ανέφεραν ότι τα άτομα με αυξημένα επίπεδα τροπονίνης παρουσίασαν «ταχύτερη επιδείνωση των γνωστικών λειτουργιών».

Οι ίδιοι εξέτασαν επίσης τις μαγνητικές τομογραφίες (MRI) 641 ατόμων που συμμετείχαν στη μελέτη και διαπίστωσαν ότι τα άτομα με τα υψηλότερα επίπεδα τροπονίνης στην αρχή της μελέτης είχαν μικρότερο ιππόκαμπο — μια περιοχή του εγκεφάλου που είναι σημαντική για τη μνήμη, περίπου 15 χρόνια αργότερα.

Ο Έρικ Μπρούνερ, ομότιμος καθηγητής επιδημιολογίας και υγείας στο UCL και συν-συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε:

«Η βλάβη στον εγκέφαλο που παρατηρείται σε άτομα με άνοια συσσωρεύεται αργά κατά τη διάρκεια των δεκαετιών πριν από την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Ο έλεγχος των παραγόντων κινδύνου που είναι κοινοί τόσο για τις καρδιοπάθειες, το εγκεφαλικό επεισόδιο όσο και για την άνοια στην μέση ηλικία, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση, μπορεί να επιβραδύνει ή ακόμη και να σταματήσει την ανάπτυξη της άνοιας καθώς και της καρδιαγγειακής νόσου. Τώρα, πρέπει να διεξάγουμε μελέτες για να διερευνήσουμε με πόση ακρίβεια τα επίπεδα τροπονίνης στο αίμα μπορούν να προβλέψουν τον μελλοντικό κίνδυνο άνοιας.»