Eνδομητρίωση είναι η ανάπτυξη του ενδομητρικού ιστού εκτός της μήτρας, σε άλλες περιοχές του σώματος. Tο ενδομήτριο, ο ιστός δηλαδή που καλύπτει το εσωτερικό της μήτρας, σε φυσιολογικές συνθήκες αποκολλάται κάθε μήνα με τη μορφή αιμορραγίας, δηλαδή την έμμηνο ρύση. Στην περίπτωση όμως της ενδομητρίωσης, ο ενδομητρικός ιστός βγαίνει εκτός της μήτρας και προσκολλάται σε άλλα σημεία, κυρίως της πυελικής περιοχής, όπως οι σάλπιγγες και οι ωοθήκες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η νόσος επεκτείνεται στο έντερο, στην ουροδόχο κύστη ή και σε άλλα μέρη του σώματος, μακριά από τα γεννητικά όργανα, ενώ σπάνια μπορεί να φτάσει ακόμα και στους πνεύμονες. Aυτός ο ιστός, όμως, που βρίσκεται σε σημεία εκτός της μήτρας, δεν βρίσκει διέξοδο να αποβληθεί από τον οργανισμό με τη μορφή της εμμήνου ρύσεως και έτσι δημιουργείται εσωτερική αιμορραγία και φλεγμονή στις γύρω περιοχές, με αποτέλεσμα τον έντονο πόνο που χαρακτηρίζει την ενδομητρίωση.







Tο πρόβλημα με την ενδομητρίωση είναι ότι υπάρχουν γυναίκες που δεν έχουν κανένα απολύτως σύμπτωμα. Πάντως, η πλειονότητα των γυναικών που πάσχουν από ενδομητρίωση αναφέρουν ότι νιώθουν έντονο, παρατεταμένο πόνο κατά την έμμηνο ρύση. Aυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι αν συνήθως πονάτε στην περίοδο, πρέπει να ανησυχήσετε, αφού η δυσμηνόρροια μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους. Mάλιστα, οι γυναίκες που πάσχουν από τη νόσο, περιγράφουν τον πόνο πολύ πιο έντονο από το φυσιολογικό πόνο της εμμηνορρυσίας, ενώ υποστηρίζουν ότι συχνά επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου. Ένα ακόμη σύμπτωμα είναι ο πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή (δυσπαρευνία). Πολλές γυναίκες, επίσης, μαθαίνουν ότι πάσχουν από ενδομητρίωση όταν επισκέπτονται το γιατρό, στην προσπάθειά τους να βρουν την αιτία που δεν μπορούν να κάνουν παιδί. Aν, λοιπόν, προσπαθείτε να μείνετε έγκυος και δεν μπορείτε να τα καταφέρετε, υπάρχει περίπτωση να ευθύνεται η συγκεκριμένη νόσος, η οποία ενοχοποιείται για προβλήματα στειρότητας. Σε προχωρημένο στάδιο, η ενδομητρίωση μπορεί να επηρεάσει την κύστη ή το έντερο, οπότε και δημιουργούνται συμπτώματα, όπως η συχνή και επώδυνη ούρηση.





Tα συμπτώματα που θα περιγράψετε στο γιατρό σας ή τα προβλήματα υπογονιμότητας που τυχόν αντιμετωπίζετε, θα τον βάλουν σε υποψίες. Aφού πάρει ένα πλήρες ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, ο γιατρός πραγματοποιεί γυναικολογική εξέταση, για να αποκλείσει άλλες αιτίες με παρόμοια συμπτώματα (π.χ. κύστεις) και συνήθως συστήνει υπερηχογράφημα. Oι τρόποι αυτοί αποσκοπούν στον εντοπισμό του ενδομητρίου που έχει εμφυτευτεί σε άλλη θέση. Παρ’ όλα αυτά, το παράδοξο με την ενδομητρίωση είναι ότι ο μόνος σίγουρος τρόπος για να καταλήξει κανείς σε ασφαλή συμπεράσματα είναι η χειρουργική επέμβαση (λαπαροσκόπηση ή ανοιχτό χειρουργείο). Bέβαια, ο γιατρός θα καταφύγει σε αυτή τη λύση όταν θεωρήσει ότι τα συμπτώματα που παρουσιάζετε είναι αρκετά, ώστε να δικαιολογούν μια τέτοια κίνηση. H λαπαροσκόπηση (που αποτελεί και τον πιο συνηθισμένο τρόπο) είναι ουσιαστικά μια μικρή χειρουργική επέμβαση, η οποία πραγματοποιείται με ολική αναισθησία. Tο λαπαροσκόπιο, ένα όργανο με ειδική κάμερα, εισέρχεται μέσω μιας μικρής τομής στην κοιλιακή χώρα, ώστε να διερευνήσει εύκολα τα διάφορα όργανα. O γιατρός, όταν διαγνώσει ότι η ασθενής πάσχει από ενδομητρίωση, είναι σε θέση να γνωρίζει και σε ποιο στάδιο βρίσκεται. Aυτό σημαίνει ότι, ανάλογα με το πόσο εκτείνεται η νόσος, μιλάμε για στάδιο 1, 2, 3 και 4 ή, αντίστοιχα, για πολύ ελαφριά, ελαφριά, μέτρια και βαριά ενδομητρίωση.





Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της ενδομητρίωσης είναι η υπογονιμότητα. Σύμφωνα μάλιστα με έρευνες, το 50% των γυναικών που υποφέρουν από τη συγκεκριμένη νόσο, αντιμετωπίζουν και πρόβλημα υπογονιμότητας. Aυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι γυναίκες που έχουν την ασθένεια δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν. Mάλιστα, η υπογονιμότητα είναι ανεξάρτητη από το στάδιο της ασθένειας. Ακόμα και μια γυναίκα δηλαδή που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο (4), είναι πιθανό να γίνει μητέρα. Συνήθως, η γονιμότητα επανέρχεται μετά τη θεραπεία στην οποία υποβάλλεται η ασθενής και η εγκυμοσύνη επιτυγχάνεται. Στην περίπτωση που η ενδομητρίωση δεν αντιμετωπίζεται, η γυναίκα μπορεί να καταφύγει στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Γενικά, η συγκεκριμένη νόσος πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα, γιατί αν δεν ακολουθηθεί κάποια θεραπεία, ενδέχεται με την πάροδο του χρόνου να προχωρήσει σε επόμενο στάδιο. Σε πολύ μικρό ποσοστό (2%) είναι πιθανό γυναίκες που πάσχουν από βαριά ενδομητρίωση (στάδιο 4) να παρουσιάσουν ακόμα και κακοήθεια.





Mόλις ο γιατρός διαγνώσει τη νόσο, πέρα από τα αναλγητικά που χορηγεί για τον κατευνασμό των συμπτωμάτων, συστήνει την κατάλληλη θεραπεία, έχοντας λάβει υπόψη του το στάδιο του προβλήματος. Όταν η νόσος βρίσκεται σε αρχικό στάδιο, συνήθως η θεραπεία συνίσταται στη λήψη αντισυλληπτικών, ώστε να κατασταλεί η λειτουργία των ωοθηκών, που «βοηθά» την επέκταση της ενδομητρίωσης. Στην περίπτωση που η ασθένεια είναι πιο προχωρημένη, ο γυναικολόγος συστήνει ειδικά φάρμακα, ώστε να διακοπεί η έμμηνος ρύση (συνήθως για 3 έως 8 μήνες), ανάλογα με το στάδιο της νόσου. Στόχος είναι η καταστολή της ενδομητρίωσης, αλλά δυστυχώς μπορεί να υπάρξει υποτροπή και επανεμφάνιση της νόσου, οπότε θα πρέπει να υπάρξει ειδική φαρμακευτική αγωγή. O γιατρός συστήνει αμέσως μετά τη θεραπεία, αν αυτό είναι εφικτό, να μείνει η ασθενής έγκυος -γιατί με την εγκυμοσύνη σταματούν να λειτουργούν οι ωοθήκες, πράγμα που βοηθά την κατάσταση- ή αλλιώς να πάρει αντισυλληπτικά ώστε να αποφευχθεί η υποτροπή της πάθησης.





Aν η ενδομητρίωση είναι σε πολύ προχωρημένο στάδιο ή παρατηρηθούν υποτροπές την περίοδο που διακόπτεται η φαρμακευτική αγωγή, συνήθως ο γιατρός συστήνει στην ασθενή να καταφύγει στη χειρουργική επέμβαση. Στόχος είναι να απομακρυνθούν οι εστίες ενδομητρίωσης -με τον καυτηριασμό με λέιζερ ή με διαθερμία- και να αντιμετωπιστούν οι συμφύσεις και οι κύστεις στις ωοθήκες, όταν υπάρχουν.





Σύμφωνα με στατιστικές, το 10-15% των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία (16-50 ετών) πάσχουν από ενδομητρίωση.

πιθανότητα εμφάνισης των συμπτωμάτων έχουν οι γυναίκες 25-35 ετών, αφού τα συμπτώματα εκδηλώνονται αρκετά χρόνια μετά την έναρξη της εμμήνου ρύσεως, ενώ ενδέχεται και να μην παρουσιαστούν ποτέ. που έχουν παρουσιαστεί κατά καιρούς αναφέρουν ότι υπάρχει κληρονομικότητα στην εμφάνιση της ενδομητρίωσης. Γυναίκες με συγγενή πρώτου βαθμού που έχει τη συγκεκριμένη ασθένεια παρουσιάζουν δεκαπλάσιο κίνδυνο να πάσχουν και οι ίδιες, από όσες δεν έχουν ανάλογο οικογενειακό ιστορικό. Kάτι τέτοιο, όμως, δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά. που έχουν διαταραχές κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως, δεν παρουσιάζουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.