Η ασπιρίνη θεωρείται το φάρμακο του αιώνα. Είναι ένα άριστο αντιπυρετικό, διαθέτει ισχυρή αναλγητική και αντιφλεγμονώδη δράση, τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται για την πρόληψη καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων και επιπλέον υπάρχουν ενδείξεις ότι προστατεύει από μερικές μορφές καρκίνου. Oρισμένες πρόσφατες επιστημονικές μελέτες, που υποστηρίζουν ότι αρκετοί ασθενείς δεν επωφελούνται από την αντιθρομβωτική της δράση ή κάποιες άλλες που αποδεικνύουν ότι βοηθά περισσότερο τους άνδρες από ό,τι τις γυναίκες στην πρόληψη καρδιαγγειακών επεισοδίων, δεν αναιρούν το γεγονός ότι πρόκειται για ένα αποτελεσματικό φάρμακο. Oι ειδικοί θεωρούν ότι τα ευρήματα των μελετών αυτών είναι σημαντικά, αλλά… προκαταρκτικά. Πρέπει να γίνουν κι άλλες έρευνες για να καταλήξει η ιατρική κοινότητα σε ασφαλή συμπεράσματα. Μέχρι τότε, η ασπιρίνη θα συνεχίσει να αποτελεί φάρμακο πρώτης επιλογής, τουλάχιστον για ορισμένες ομάδες του πληθυσμού.


Πώς αποτρέπει τη θρόμβωση
Η ασπιρίνη αναστέλλει τη δράση του ενζύμου κυκλοοξυγενάση, με αποτέλεσμα να μην παράγεται η ουσία θρομβεξάνη, η οποία ευθύνεται για τη συσσώρευση και συγκόλληση των αιμοπεταλίων. Έτσι, δεν σχηματίζονται θρόμβοι στο αίμα. Ειδικότερα, η ασπιρίνη εμποδίζει το σχηματισμό του λευκού θρόμβου, που αποτελεί την πρώτη φάση στη διαδικασία της πήξης.
Πώς προλαμβάνει την κακοήθεια
Oι επιστήμονες θεωρούν ότι αυτό συμβαίνει επειδή η ασπιρίνη έχει την ιδιότητα να καταστέλλει τη δράση του ενζύμου κυκλοοξυγενάση 2, το οποίο συμμετέχει στη διαδικασία οξείδωσης των κυττάρων, της πρόκλησης φλεγμονών και στο μηχανισμό ανάπτυξης κακοήθειας.




Καναδική έρευνα, που δημοσιεύτηκε στην ιατρική επιθεώρηση «British Medical Journal», υποστηρίζει ότι το 1/4 των ασθενών που λαμβάνουν ασπιρίνη εμφανίζουν «αντίσταση» στο φάρμακο, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν να ανήκουν σε κατηγορία υψηλού κινδύνου για καρδιακό ή εγκεφαλικό επεισόδιο παρά τη λήψη της. Oι ερευνητές έφθασαν σε αυτό το συμπέρασμα μετά την ανασκόπηση 20 μελετών, που περιελάμβαναν σχεδόν 3.000 ασθενείς και το 28% αυτών παρουσίασε «αντοχή» στην ασπιρίνη. Η μελέτη αυτή, σύμφωνα με τον καρδιολόγο, κ. Μανώλη Καλλιέρη, είναι σημαντική, επειδή επιβεβαιώνει ότι ένα ποσοστό των ασθενών με καρδιαγγειακά προβλήματα επωφελείται πράγματι από την αντιθρομβωτική δράση της ασπιρίνης. Όπως μας είπε χαρακτηριστικά: «Εξαρτάται από το πώς βλέπει κάποιος ένα ποτήρι που περιέχει λίγο νερό. Μισοάδειο ή μισογεμάτο. Στην περίπτωση της ασπιρίνης, καλό είναι να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο. Τα άτομα με καρδιαγγειακά νοσήματα παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά θνησιμότητας. Oπότε, είναι σημαντικό ότι το συγκεκριμένο φάρμακο «καταφέρνει» να προστατεύσει από καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο άτομα υψηλού κινδύνου.


Oι ερευνητές που εκπόνησαν αυτή τη μελέτη υποστηρίζουν ότι δεν είναι γνωστοί οι μηχανισμοί που κρύβονται πίσω από την «αντίσταση» που παρουσιάζουν ορισμένοι άνθρωποι στην ασπιρίνη. Σχολιάζοντας το θέμα, o φαρμακολόγος κ. Νίκος Σιταράς είπε στο Vita: «Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι είναι λάθος αυτό που γράφεται τελευταία στον Τύπο, ότι δηλαδή ένας άνθρωπος που παίρνει ασπιρίνη μπορεί να αναπτύξει ανθεκτικότητα στο φάρμακο. Γενικά, όταν κάποιος παίρνει μια συγκεκριμένη δόση φαρμάκου καθημερινά και δεν “βλέπει” το αναμενόμενο αποτέλεσμα, τότε θεωρείται ότι έχει γίνει ανθεκτικός στο φάρμακο και γι’ αυτό ο γιατρός θα πρέπει να του αυξήσει τη δοσολογία. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με την ασπιρίνη. Ένας ασθενής που αντιμετωπίζει καρδιαγγειακά προβλήματα και παίρνει ασπιρίνη σε καθημερινή βάση για προληπτικούς λόγους, αλλά δεν αποφεύγει το εγκεφαλικό ή το έμφραγμα, δεν σημαίνει ότι έχει αναπτύξει ανθεκτικότητα στο φάρμακο (ότι έχει περιοριστεί δηλαδή η δραστικότητά του). Ενδεχομένως, στην περίπτωση της ασπιρίνης να φταίει η κατάσταση του ασθενούς. Δηλαδή, να έχει υποστεί σοβαρές βλάβες το καρδιαγγειακό του σύστημα και να μην αρκεί η ασπιρίνη για να εμποδίσει τη θρόμβωση. Oπότε, εκτός από τη βασική του φαρμακευτική αγωγή και την ασπιρίνη, ο ασθενής μπορεί να πρέπει να παίρνει συγχρόνως και κάποιο άλλο φαρμακευτικό σκεύασμα, εφόσον το κρίνει απαραίτητο ο γιατρός του, για να ενισχύσει την αντιπηκτική δράση της ασπιρίνης».


Εκτός από τις σοβαρές βλάβες στο καρδιαγγειακό σύστημα ενός ασθενούς, που μπορεί να ευθύνονται για την αναποτελεσματικότητα της ασπιρίνης, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι παράγοντες που περιορίζουν ή αναστέλλουν τη δράση της.
1. O ασθενής δεν παίρνει τη δόση ασπιρίνης που του συστήνει ο γιατρός του.
2. Γίνεται παράλληλη λήψη ιβουπροφένης ή ινδομεθακίνης (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα), που πιθανόν ανταγωνίζονται τη δράση της ασπιρίνης.
3. O ασθενής έχει υψηλή χοληστερίνη ή σακχαρώδη διαβήτη, καπνίζει ή είναι υπέρβαρος, οπότε επιβαρύνεται η κατάστασή του και η ασπιρίνη δεν αρκεί για να αποτρέψει τη δημιουργία θρόμβων.
4. Μετέχουν κι άλλοι μηχανισμοί στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων, εκτός από αυτούς που καταστέλλει η ασπιρίνη.
5. O οργανισμός παράγει πολύ μεγάλο αριθμό αιμοπεταλίων, κι έτσι η δράση της ασπιρίνης δεν είναι επαρκής.


Πληθώρα μελετών έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ασπιρίνη προστατεύει περισσότερο τους άνδρες από τις θρομβώσεις. Μεταξύ αυτών και πρόσφατη καναδική μετα-ανάλυση που έγινε στο Βανκούβερ. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη έρευνα κατέληξε, μεταξύ άλλων, στο ότι η ασπιρίνη δεν μειώνει αισθητά στις γυναίκες τον κίνδυνο εμφάνισης εμφραγμάτων όσο στους άνδρες. Σύμφωνα με τον καρδιολόγο κ. Μανώλη Καλλιέρη, πράγματι, ένας άνδρας 40-45 ετών που καπνίζει πολύ, είναι υπερτασικός ή έχει σακχαρώδη διαβήτη, αν του το υποδείξει ο γιατρός του, μπορεί να παίρνει για προληπτικούς λόγους ασπιρίνη περιοδικά ή σε καθημερινή βάση. Έτσι, έχει περισσότερες πιθανότητες να προστατευτεί από κάποιο καρδιαγγειακό επεισόδιο σε σχέση με μια γυναίκα που έχει αντίστοιχα χαρακτηριστικά και παίρνει ασπιρίνη για τον ίδιο λόγο. Αυτό συμβαίνει επειδή ο γυναικείος οργανισμός μέχρι την ηλικία των 50 περίπου ετών παράγει οιστρογόνα που εξασφαλίζουν προστασία από τα καρδιαγγειακά νοσήματα, οπότε η λήψη ασπιρίνης δεν είναι τόσο αποτελεσματική. Όμως, από την περίοδο της εμμηνόπαυσης και μετά, που σταματά η έκκριση των οιστρογόνων, οι γυναίκες με καρδιαγγειακά προβλήματα ή εκείνες που έχουν προδιάθεση λόγω καπνίσματος, σακχαρώδους διαβήτη ή βεβαρημένου ιστορικού, μπορούν να παίρνουν ασπιρίνη, ώστε να υποκαθιστούν ως ένα βαθμό την αντιθρομβωτική δράση των οιστρογόνων. Όμως και πάλι φαίνεται ότι η αποτελεσματικότητά της δεν είναι τόσο μεγάλη όσο στους άνδρες στις αντίστοιχες ηλικίες. Τέλος, η χαμηλότερη προληπτική δράση της ασπιρίνης στις γυναίκες μπορεί να οφείλεται και στην κατασκευή των αγγείων τους (είναι πιο λεπτά).


Τα τελευταία χρόνια γίνεται λόγος και για μια πιθανή αντικαρκινική δράση της ασπιρίνης. Περισσότερα διαθέσιμα στοιχεία υπάρχουν για τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Σύμφωνα με μια έρευνα του Πανεπιστημίου της Oξφόρδης, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονική επιθεώρηση «Lancet» το 2007, η καθημερινή λήψη 300 mg ασπιρίνης για πέντε χρόνια μπορεί να προστατεύσει από τον καρκίνο του εντέρου τις ομάδες υψηλού κινδύνου. Η μελέτη αυτή βασίστηκε σε προηγούμενες έρευνες, στις οποίες έλαβαν μέρος περισσότερα από 7.500 άτομα. Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις για δράση της ασπιρίνης και κατά του καρκίνου των πνευμόνων, του στομάχου, του προστάτη και του μαστού. Μάλιστα, σύμφωνα με μια πολύ πρόσφατη μεγάλη βρετανική έρευνα των νοσοκομείων Guy και St. Thomas που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο «International Journal of Clinical Practice», η ασπιρίνη μειώνει τον κίνδυνο για καρκίνο του μαστού κατά 20%. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνουν ακόμα πολλές μελέτες για να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα, όπως τονίζουν οι ειδικοί.

Στην ασπιρίνη λέμε…

1.
Αν για οποιοδήποτε λόγο θεωρεί απαραίτητη τη λήψη της ο γιατρός που σας παρακολουθεί.
2. Αν αντιμετωπίζετε καρδιαγγειακό πρόβλημα.
3. Αν έχετε προδιάθεση σε καρδιαγγειακά νοσήματα λόγω υπέρτασης, υψηλής χοληστερίνης, σακχαρώδους διαβήτη, κάπνισματος, παχυσαρκίας.
4. Αν έχετε βεβαρημένο καρδιαγγειακό ιστορικό στην οικογένεια.

Στην ασπιρίνη λέμε…

1.
Αν δεν περιλαμβάνεστε στις κατηγορίες της διπλανής στήλης.
2. Αν έχετε γαστρεντερικά προβλήματα, δεδομένου ότι η πιο συχνή παρενέργεια της ασπιρίνης είναι ο ερεθισμός του στομάχου. O κίνδυνος για γαστρορραγία είναι υπαρκτός. Συμβαίνει στο 3-5% των ατόμων που τη λαμβάνουν σε συνεχή βάση.



1. Γαστρικός ερεθισμός, έλκος, μέχρι και γαστρορραγία.
2. Εσωτερική αιμορραγία, επιδείνωση αιμορραγικών εγκεφαλικών επεισοδίων, αιμόλυση (καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων).
3. Αλλεργική αντίδραση, που μεταξύ άλλων εκδηλώνεται με άσθμα ή πολύποδες στη μύτη.
4. Πολύ σπάνια το σύνδρομο Reye. Προσβάλλει κυρίως παιδιά και εκδηλώνεται με εγκεφαλικό οίδημα (ενδεχομένως σπασμούς) και ηπατική ανεπάρκεια.


Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον κ. Νίκο Σιταρά, αναπληρωτή καθηγητή Φαρμακολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και τον κ. Μανώλη Καλλιέρη, διευθυντή της Καρδιολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Metropolitan».