Θεωρούμε μερικά χαρακτηριστικά των συνανθρώπων μας σημαντικά, γι’ αυτό και τα προσέχουμε όταν συναναστρεφόμαστε και γνωρίζουμε καινούργιους ανθρώπους. Επειδή δεν μπορούμε να έχουμε άμεση «πρόσβαση» σε πιο βαθιές πτυχές του χαρακτήρα τους, πρώτα «σκανάρουμε» την εμφάνισή τους και έπειτα στεκόμαστε σε κάποιες ιδιαιτερότητες που είναι ευδιάκριτες στη συμπεριφορά τους. Μεταξύ αυτών και η γενναιοδωρία ή η τσιγκουνιά, χαρακτηριστικές συμπεριφορές που είναι εύκολο να τις αναγνωρίσουμε και μας «λένε» αρκετά για τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας.
;
Στα πολύ μικρά παιδιά, που είναι ακόμη «ακατέργαστα», βλέπουμε συνήθως αυτές τις δύο τάσεις να συνυπάρχουν: τη μια πέφτουν στο πάτωμα ουρλιάζοντας επειδή κάποιος τα υποχρέωσε να μοιραστούν με ένα άλλο παιδάκι τα παιχνίδια ή τις καραμέλες τους και την επομένη, σε μια έξαρση γενναιοδωρίας, χαρίζουν με τη μεγαλύτερη χαρά τους πιο αγαπημένους τους θησαυρούς στους φίλους τους. Βέβαια, από μια ηλικία κι έπειτα, συνήθως στη σχολική ηλικία, φαίνεται να υπερισχύει η μία ή η άλλη τάση. Έτσι, κάποια παιδιά προτιμούν να κρύβουν τα αγαπημένα τους γλυκά και να τα κρατάνε για να «έχουν πολύ καιρό» ή δεν τους αρέσει να δανείζουν τα αγαπημένα τους παιχνίδια, ακόμη και στους καλούς τους φίλους. Όσο για τα χρήματα, τα βάζουν στον κουμπαρά και έχουν πολύ συγκεκριμένα σχέδια για το πώς θα τα ξοδέψουν. Άλλα παιδιά πάλι μοιάζουν να έχουν πιο χαλαρή στάση απέναντι σε ό,τι αποτελεί «ιδιοκτησία» τους. Είναι πιο σπάταλα με τα λεφτά τους -πολλά μάλιστα προσφέρονται να δανείσουν ή να χαρίσουν λεφτά ακόμη και στους γονείς τους, αν σκεφτούν ότι αυτοί τα χρειάζονται-, δεν πολυνοιάζονται για το πόσες καραμέλες έφερε η γιαγιά και ανταλλάσσουν με τη μεγαλύτερη προθυμία παιχνίδια με τους φίλους ή τα αδέρφια τους.
Αν και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε (αλλά ούτε και έχει αποδειχθεί) την ύπαρξη τέτοιων γονιδίων, το πιθανότερο είναι πως κάθε άνθρωπος γεννιέται έχοντας τόσο την ανάγκη να πάρει όσο και να δώσει. Για να επιβιώσουμε, είναι αναγκαίο να έχουμε, να κατέχουμε, να κρατάμε και να χρησιμοποιούμε ορισμένα πράγματα: Τροφή, ρούχα, κατοικία, «εργαλεία» είναι τα πρωταρχικά που χρειαζόμαστε για να καλύπτουμε τις βασικές μας ανάγκες. Αυτή είναι η ρίζα του «τσιγκούνικου» εαυτού μας.
Από την άλλη μεριά, εξίσου ουσιαστική είναι η ανάγκη μας να συνυπάρχουμε με άλλους, να μοιραστούμε, να αγαπήσουμε, να δώσουμε κάτι από τον εαυτό μας. Αυτή η ανάγκη αποτελεί τη ρίζα του «γενναιόδωρου» εαυτού μας.
Το ποια από τις δύο τελικά θα επικρατήσει ή αν θα υπάρξει μια σχετική ισορροπία καθορίζεται στη συνέχεια από πολλές και πολλών ειδών εμπειρίες.
Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, το λεγόμενο «πρωκτικό» στάδιο -αυτό κατά το οποίο ένα παιδί μαθαίνει να ελέγχει τις εκκρίσεις του, γίνεται «καθαρό» (και περνά με τον τρόπο αυτό σε μια καινούργια, πιο ώριμη φάση της ζωής του)- είναι αποφασιστικής σημασίας για το πόσο γενναιόδωρος ή αντίθετα «σφιχτός» θα γίνει κανείς. Ίσως δεν χρειάζεται να διεισδύσει κανείς στα κατάβαθα του υποσυνείδητου για να καταλάβει ότι πρόκειται για μια σημαντική φάση της πρώτης παιδικής ηλικίας. Κάθε νήπιο ξέρει ότι αναμένεται από αυτό να μάθει να μην «τα κάνει επάνω του», να είναι πια ένα «μεγάλο, καθαρό παιδί», να γίνει ενδεχομένως δεκτό στον παιδικό σταθμό. Είναι ένα βήμα προς την ανεξαρτησία, που είναι από τη μια μεριά επιθυμητό και αναγκαίο κι από την άλλη απειλητικό, όπως κάθε βήμα που οδηγεί το παιδί άλλο ένα κομματάκι πιο μακριά από τη συμβιωτική σχέση με τη μητέρα. Η στάση της μητέρας -των γονιών- μπορεί να έχει δεκάδες αποχρώσεις: αυστηρή, πιεστική, καταναγκαστική, χαλαρή, αδιάφορη, ενθαρρυντική, αηδιασμένη, θυμωμένη, ανυπόμονη, βίαιη κλπ. Το σίγουρο είναι πως η στάση αυτή καθρεφτίζει τόσο τη σχέση που έχουν οι γονείς με το παιδί όσο και τις αντιλήψεις και τη συναισθηματική φόρτισή τους απέναντι στο θέμα της καθαριότητας, της πειθαρχίας, του αυτοελέγχου. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, λοιπόν, αν στο στάδιο αυτό τα πράγματα «δεν πάνε καλά», αυτό μπορεί να είναι καθοριστικό για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου αυτού, ο οποίος θα διαμορφώσει χαρακτηριστικά «πρωκτικά», που είναι η προσήλωση στην κατοχή και τη συσσώρευση υλικών αγαθών, η τσιγκουνιά (υλική και συναισθηματική), αλλά και οι ψυχαναγκαστικές εμμονές.
;
Από το στάδιο αυτό και μετά, βέβαια, πολλά μπορούν να συμβούν. Όσον αφορά δε το θέμα της γενναιοδωρίας και της τσιγκουνιάς, κάποια στιγμή κάθε άνθρωπος αρχίζει να διαμορφώνει ένα σύστημα ηθικών αξιών και αρχών, το οποίο επίσης παίζει καθοριστικό ρόλο. Η γενναιοδωρία είναι στον πολιτισμό μας ηθική αξία και χαρακτηριστικό ηρώων, η τσιγκουνιά και η προσήλωση στη διατήρηση υλικών αγαθών όχι. Όπως γράφει ο Erich Fromm, ο ήρωας σε όλους τους πολιτισμούς είναι ένας άνθρωπος που έχει το θάρρος να αφήσει όσα έχει και να φύγει προς το άγνωστο, στη δε χριστιανική παράδοση, υπέρτατη ηθική αξία είναι το μοίρασμα των υλικών αγαθών, όσο λίγα κι αν είναι αυτά. Όσο «τσιγκούνικες» καταβολές λοιπόν κι αν έχει ένας άνθρωπος, η ηθική του μπορεί να τον οδηγήσει σε συμπεριφορές και τρόπο ζωής περισσότερο «ανοιχτό» και γενναιόδωρο.
Ας φέρουμε ένα παράδειγμα: Όσοι γνωρίζουν τον Μιχάλη, ακόμη και οι κοντινοί του άνθρωποι, δεν έχουν ιδέα πόσα χρήματα κερδίζει. Όταν η συζήτηση είναι για τα χρήματα, συνεχώς παραπονιέται, σαν να προσπαθεί να πείσει όλο τον κόσμο ότι είναι «φτωχός». Στερεί από τον εαυτό του (και τους δικούς του) πράγματα που θα μπορούσε κάλλιστα να του προσφέρει και βέβαια ούτε λόγος να γίνεται να δανείσει ή να χαρίσει χρήματα σε κάποιο φίλο που έχει ανάγκη. Κάθε φορά όμως που «βάζει κάτι στην άκρη», αισθάνεται μεγάλη ικανοποίηση, το ίδιο και κάθε φορά που μπαίνει σε ένα μαγαζί και βγαίνει χωρίς να έχει αγοράσει τίποτα. Το ότι καταφέρνει να συγκρατηθεί είναι γι’ αυτόν μια νίκη! Τα χρήματα είναι για έναν άνθρωπο, μάλλον τσιγκούνη σαν τον Μιχάλη, συνώνυμα της δύναμης και της σιγουριάς. Με κάποιον τρόπο είναι πεπεισμένος ότι τα χρήματα μπορούν να λύσουν όλα τα προβλήματα (αν και όποτε προκύψουν). Τον κάνουν να αισθάνεται ασφάλεια. Η ανάγκη να συντηρεί, να διασφαλίζει κάποιος τον «πλούτο» του μπορεί να προέρχεται από μια βαθύτερη αίσθηση ανασφάλειας, που δεν πηγάζει από την έλλειψη χρημάτων. Oύτως ή άλλως, το πόσο απλόχερα ή τσιγκούνικα διαχειρίζεται κανείς τα υλικά του αγαθά συνήθως είναι ανεξάρτητο από την πραγματική του περιουσία. Η συσσώρευση χρημάτων και υλικών αγαθών καλύπτει περισσότερο μια έλλειψη εμπιστοσύνης στον ίδιο του τον εαυτό και στους άλλους ανθρώπους, συχνά και αδυναμία ή δυσκολία στη δημιουργία κοντινών σχέσεων. Αυτό που είναι σημαντικό για ένα «σφιχτό» άνθρωπο είναι η αίσθηση ότι «έχει αποθέματα», ότι τίποτα δεν μπορεί να τον αιφνιδιάσει και ότι οτιδήποτε και αν συμβεί δεν θα τον βρει «ακάλυπτο», ευάλωτο. Βαθιά μέσα του, το οικονομικό έλλειμμα ισοδυναμεί με «γύμνια».
Φυσικά υπάρχουν πολλών ειδών τσιγκουνιές. Oι πολύ τσιγκούνηδες στερούν και από τον εαυτό τους και από τους άλλους. Υπάρχουν άνθρωποι που προσφέρουν αρκετά στον εαυτό τους και στους δικούς τους, αλλά είναι πολύ σφιχτοί με τους άλλους, τους «απ’ έξω». Είναι άλλοι που ζουν μεν αρκετά σφιχτά, αλλά αν κάποιος τους ζητήσει βοήθεια, την προσφέρουν. Και υπάρχουν και οι «ανορεξικοί» του χρήματος, που από τη μια θέλουν να έχουν χρήματα κι από την άλλη αισθάνονται ντροπή γι’ αυτό, κι αυτό τους εμποδίζει να τα αποκτήσουν, αλλά και να τα απολαύσουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ευτυχία: «Μπορεί να έχω τα χρήματα, αλλά μου είναι αδύνατο να τα ξοδέψω για κάτι που μ’ αρέσει πολύ, π.χ. για ένα ακριβό φόρεμα. Το ανόητο είναι βέβαια ότι μπορεί τελικά ν’ αγοράσω τρία ρούχα που μου άρεσαν λιγότερο, αλλά ήταν φτηνότερα και γι’ αυτό όχι απαγορευμένα, και να ξοδέψω εντέλει περισσότερα!».
Πάντως, παρά τις διαφορές αυτές, σε γενικές γραμμές, για τους ανθρώπους γύρω μας (και λιγότερο για τον εαυτό μας) έχουμε μια αίσθηση για το ποιον θεωρούμε τσιγκούνη και ποιον γενναιόδωρο. Και πάντα η αίσθηση αυτή δεν έχει τόσο να κάνει τελικά με το πώς διαχειρίζεται κάποιος τα χρήματα, τα αντικείμενα, τον υλικό του πλούτο, αλλά με το πόσο τσιγκούνης ή γενναιόδωρος είναι με τα συναισθήματά του. Κάποιον που βάζει στην άκρη τα χρήματά του για ώρα ανάγκης αλλά προσφέρει απλόχερα τη βοήθειά του, φροντίζει και συμπαραστέκεται στους άλλους με οποιονδήποτε άλλον τρόπο μπορεί, δύσκολα θα τον θεωρήσουμε τσιγκούνη. Άλλωστε, υπάρχουν πέρα από τα χρήματα πολλά πράγματα που μπορεί να προσφέρει κανείς: το χρόνο και τον κόπο του, τη συναισθηματική του εμπλοκή, το ενδιαφέρον του, την ηθική του υποστήριξη, την αγάπη του.
!
Φυσικά και η γενναιοδωρία έχει την αρνητική πλευρά της ή μάλλον το ακραίο σημείο της, την υπερβολική σπατάλη, την καταναλωτική μανία, που μπορεί να μην τυχαίνει τέτοιας κατακραυγής όπως η τσιγκουνιά, αλλά μπορεί να γίνει εξίσου δυσάρεστη, επώδυνη και μερικές φορές καταστροφική, τόσο για τους ίδιους τους σπάταλους όσο και για τους κοντινούς τους ανθρώπους. Κι επειδή, όπως ακριβώς και η τσιγκουνιά, απορρέει από συναισθήματα ανασφάλειας, καταλήγει πολύ συχνά στο ίδιο ακριβώς σημείο: Στην αναζήτηση ασφάλειας και σιγουριάς έξω από τον εαυτό και τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους και στην υπερβολική προσήλωση στην απόκτηση υλικών αγαθών.
Ρομπέν των Δασών ή Εμπενίζερ Σκρουτζ;
Είστε γενναιόδωροι, ανοιχτοχέρηδες, κερνάτε και τα γκαρσόνια ή τσιγκούνηδες, «γερο-λαδάδες» και κρύβεστε στο σκοτάδι για να μετρήσετε στο φως του κεριού τα χρυσά νομίσματα που αραχνιάζουν στο σεντούκι; Μήπως τίποτα από τα δύο;