Η είσοδος του νέου στελέχους του SARS-CoV-2 στη χώρα μας, καθώς ανιχνεύτηκε σε τέσσερις ταξιδιώτες από το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν προκάλεσε έκπληξη στους επιστήμονες, καθώς όπως επαναλάμβαναν σε κάθε ευκαιρία «ήταν θέμα χρόνου». Μάλιστα, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να έχει περάσει τα σύνορα απροειδοποίητα, πριν από τον συναγερμό που σήμανε την περασμένη  Κυριακή, συνεκτιμώντας ότι ο νέος κοροναϊός έχει αποδειχθεί ύπουλος.

Είναι γεγονός, εν τούτοις, ότι ο στοχευμένος έλεγχος σε όσους φτάνουν στη χώρα μας από το Ηνωμένο Βασίλειο απέδωσε, με αποτέλεσμα να προσδιοριστεί πλήρως το νέο στέλεχος στο Ελληνικό Κέντρο Γονιδιωματικής του Ιδρύματος Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών (ΙΙΒΕΑΑ) στις 3 Ιανουαρίου.

Είναι, επίσης, σημαντικό να σημειωθεί ότι από την ημέρα της άφιξής τους (30 Δεκεμβρίου) τα τέσσερα θετικά κρούσματα βρίσκονται σε ξενοδοχείο καραντίνας, με τις Αρχές να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προάσπισης της δημόσιας υγείας και μετά τα πρόσφατα αποτελέσματα.

Στην πράξη, όμως, η μάχη με τον «αόρατο» εχθρό αποδεικνύεται συχνά άνιση. Είναι ενδεικτικό ότι μόλις την περασμένη εβδομάδα 17 χώρες είχαν αναφέρει τον εντοπισμό του νέου στελέχους με το κωδικό όνομα Β.1.1.7. Σήμερα έχει εντοπιστεί σε τουλάχιστον 36, με τους ειδικούς ανά τον κόσμο να έχουν λάβει θέση ετοιμότητας.

Η ανίχνευση

Σε κάθε περίπτωση, η ανίχνευση του μεταλλαγμένου ιού είναι σαφώς πιο απαιτητική από τον εντοπισμό της λοίμωξης Covid-19, καθώς δεν αρκεί το μοριακό τεστ, αποτελώντας συνεπώς μία ακόμη πρόκληση εν μέσω πανδημίας για την επιστημονική κοινότητα. Ειδικότερα, η διαδικασία – που σημειωτέον διαρκεί δύο με τρεις ημέρες – καταλήγει στον προσδιορισμό της αλληλουχίας των περίπου 30.000 βάσεων του γονιδιώματος του κορωνοϊού στα ειδικά μηχανήματα αλληλούχησης DNA που διαθέτει το Ελληνικό Κέντρο Γονιδιωματικής του ΙΙΒΕΑΑ, διαπιστώνοντας κανείς την πολυπλοκότητα του εγχειρήματος.

Εν τω μεταξύ και όπως σημειώνει ο δρ Σέργιος Κολοκοτρώνης, επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας, Λοιμωδών Νοσημάτων και Κυτταρικής Βιολογίας στο «SUNY Downstate Health Sciences University» της Νέας Υόρκης, «εφόσον έχει διαπιστωθεί ότι είναι πιο μεταδοτικός, γίνεται σαφές ότι μπορεί να ελεγχθεί με την επιβολή περιορισμών. Συνεπώς, δεν θα με παραξένευε εάν οι χώρες που έχουν ανιχνεύσει το νέο στέλεχος αποφασίσουν να ενισχύσουν τα μέτρα αποστασιοποίησης και ατομικής προστασίας». Προσθέτει μάλιστα «ότι ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει εάν έχει περάσει τα σύνορα της χώρας μας νωρίτερα από τον εντοπισμό των πρώτων κρουσμάτων».

Επικαλούμενος δε πρόσφατη επιδημιολογική μοντελοποίηση που συνδέει αυτή την παραλλαγή με αύξηση μεταδοτικότητας 40%-70%, εξηγεί ότι «εφόσον ο Rt στην Ελλάδα έχει διαμορφωθεί στο 0,8, πιθανή κυκλοφορία του νέου στελέχους σε έναν ομογενή πληθυσμό ατόμων που είναι επιρρεπή στη μετάδοση και στη μόλυνση μπορεί να αυξήσει τον συγκεκριμένο δείκτη στο 1,3. Δηλαδή, τα δίκτυα μετάδοσης γίνονται πιο ισχυρά και επεκτείνονται».

Ο συγχρωτισμός

Εστιάζοντας στις εικόνες που μεταδόθηκαν από τους γεμάτους δρόμους και τα καταστήματα του Λονδίνου, εξηγεί ότι ο συγχρωτισμός σίγουρα έπαιξε επίσης καθοριστικό ρόλο στη διασπορά του νέου στελέχους στην κοινότητα. Είναι ενδεικτικό ότι η συγκεκριμένη μορφή του ιού αφορά το ένα τέταρτο των συνολικών κρουσμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, αναλογία που εκτινάχθηκε στα δύο τρίτα τον Δεκέμβριο.

Υπό τις εξελίξεις αυτές, ο δρ Κολοκοτρώνης προειδοποιεί ότι παρ’ όλο που δεν έχει παρατηρηθεί αυξημένη λοιμοτοξικότητα και θνητότητα, «μια υψηλότερη μεταδοτικότητα αναμένεται να ωθήσει περισσότερα κρούσματα σε εισαγωγή στο νοσοκομείο και παράλληλα να αυξηθεί η εισαγωγή στις ΜΕΘ οδηγώντας σε περισσότερους θανάτους και σε μεγαλύτερη πίεση στο σύστημα υγείας».

Ανακούφιση, πάντως, δημιουργεί το γεγονός ότι το νέο στέλεχος δεν προκαλεί… επιπλοκές στους εμβολιασμούς. Οπως σημείωσε κατά την καθιερωμένη χθεσινή συνέντευξη Τύπου η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου, «δεν μας ανησυχεί το θέμα των εμβολιασμών. Ούτε και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και επικρατεί το νέο στέλεχος. Εκεί συζητούν για τη μεταδοτικότητα αλλά όχι για την επίδρασή του στα εμβόλια». Και πρόσθεσε: «Βεβαίως το φαινόμενο παρακολουθείται. Δεν θέλουμε να γίνει μια σημαντική μετάλλαξη του ιού, που δεν έχει συμβεί έως τώρα. Αλλά θα πρέπει να πούμε ότι η νεότερη τεχνολογία μάς δίνει τη δυνατότητα ταχύτατης ανάπτυξης εμβολίου που να καλύπτει τυχόν μείζονα μεταβολή».