Οι ασθενείς που έχουν υποστεί μεταμόσχευση οργάνου, χρειάζεται να παίρνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ωστόσο, αυτά τα φάρμακα μπορούν να εμποδίσουν τη δράση των εμβολίων.

Γερμανοί ερευνητές απέδειξαν πρόσφατα ότι παρά την εξασθενημένη ανοσολογική απάντηση στους μεταμοσχευθέντες, η χρήση διαφορετικών εμβολίων κατά του κοροναϊού, μπορούν να κινητοποιήσουν καλύτερα την ανοσολογική άμυνα σε αυτή την κατηγορία ασθενών πετυχαίνοντας καλύτερη ανοσολογική απάντηση. Έδειξαν επίσης, ότι οι δοκιμές αντισωμάτων από μόνες τους δεν αρκούν για τον προσδιορισμό της ανοσολογικής απόκρισης σε αυτήν την ομάδα ασθενών και ότι πρέπει επίσης να γίνουν αναλύσεις Τ κυττάρων. Τα ερευνητικά τους αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό American Journal of Transplantation.

Συνολικά 400 άτομα μετέχουν στη σχετική μελέτη, η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Για τη συγκεκριμένη δημοσίευση, η επιστημονική ομάδα ανέλυσε δεδομένα από 110 άτομα, τα οποία είχαν λάβει δύο δόσεις εμβολίου Covid-19. Από τους συμμετέχοντες, οι 40 άτομα είχαν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού, πνεύμονα ή ήπατος, καθώς επίσης και είχαν δεχθεί μεταμόσχευση καρδιάς και νοσηλεύονταν στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Saarland στο Χόμπουργκ. Τα υπόλοιπα 70 άτομα ήταν άτομα που δεν έπαιρναν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα. «Ένα άτομο που έχει υποβληθεί σε μεταμόσχευση οργάνου πρέπει να παίρνει πολλά φάρμακα, το καθένα με διαφορετικό τύπο ανοσοκατασταλτικής δράσης, για να αποτρέψει το σώμα του να απορρίψει το όργανο του δότη. Με τις αυτοάνοσες ασθένειες, ένα μόνο ανοσοκατασταλτικό είναι συχνά αρκετό, αλλά ακόμη και στην περίπτωση αυτή, το φάρμακο που λαμβάνεται μπορεί να μειώσει την αποτελεσματικότητα του εμβολίου – κάτι που γνωρίζουμε από παλαιότερες μελέτες για προγράμματα εμβολιασμού κατά της γρίπης», λέει η Martina Sester, καθηγήτρια Μεταμοσχευτικής Ανοσολογίας και Ανοσολογίας Λοιμωδών Ασθένειες στο Πανεπιστήμιο του Saarland.

Για την κατανόηση της συγκεκριμένης μελέτες σημειώνουμε πως το ανθρώπινο σώμα αμύνεται όταν μολύνεται με τον ιό SARS-CoV-2 και τα εμβόλια ενισχύουν αυτή τη διαδικασία. Όταν οι ιοί εισέρχονται στο σώμα, το ανοσοποιητικό μας σύστημα παράγει αντισώματα, τα οποία δρουν στο αίμα και στους βλεννογόνους, όπως αυτούς των πνευμόνων. Τα αντισώματα ουσιαστικά καταλαμβάνουν τον ιό και τον εξουδετερώνουν. Στην περίπτωση του SARS-CoV-2, τα αντισώματα προσκολώνται στις πρωτεΐνες ακίδες που προεξέχουν από την επιφάνεια των σωματιδίων του ιού. «Τα λευκά αιμοσφαίρια γνωστά ως «βοηθητικά Τ κύτταρα» έχουν διάφορες λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης αυτής της ενεργοποίησης της παραγωγής αντισωμάτων. Ο ρόλος των «Τ κυττάρων – δολοφόνων» είναι να καταστρέψουν εκείνα τα κύτταρα που έχουν μολυνθεί από τον ιό. Τα εμβόλια Covid-19 ενεργοποιούν αυτούς τους φυσικούς αμυντικούς μηχανισμούς, αλλά το κάνουν με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το συγκεκριμένο εμβόλιο, και στην περίπτωση των αποδεκτών μεταμοσχεύσεων οργάνων η ένταση της απόκρισης μπορεί να μειωθεί σημαντικά», εξηγεί η καθηγήτρια Sester, της οποίας η ομάδα πραγματοποίησε εκτεταμένη σειρά τεστ για τον προσδιορισμό της απόκρισης στο εμβόλιο από τους συμμετέχοντες στη μελέτη.

Οι ερευνητές δεν κατέγραψαν μόνο αν δημιουργήθηκαν αντισώματα, αλλά ανέλυσαν επίσης πώς ενεργοποιήθηκαν τα διαφορετικά Τ κύτταρα από τα διαφορετικά εμβόλια. Μετά την πρώτη δόση φάνηκε ότι το εμβόλιο mRNA από το BioNTech/Pfizer ήταν πιο αποτελεσματικό στη δημιουργία αντισωμάτων από το εμβόλιο ιικού φορέα της AstraZeneca. Η κατάταξη αντιστράφηκε όταν μελετήθηκε ο σχηματισμός Τ κυττάρων, τα οποία υπήρχαν σε μεγαλύτερο αριθμό μετά από ένα εμβόλιο ιικού φορέα. Ωστόσο, όταν μελετήθηκαν ασθενείς που είχαν μεταμόσχευση οργάνου, αντισώματα ανιχνεύθηκαν μόνο στο 5% αυτών που είχαν λάβει το πρώτο τους εμβόλιο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 80% στην ομάδα ελέγχου. Πιο ενθαρρυντική ήταν η εικόνα όταν εξετάστηκαν τα επίπεδα των Τ κυττάρων, τα οποία εντοπίστηκαν περίπου στο ένα τέταρτο των μεταμοσχευμένων ασθενών. Στην ομάδα ελέγχου, ήταν πάνω από 80%.

«Η μελέτη όχι μόνο δείχνει ότι τα διαφορετικά εμβόλια Covid-19 δρουν διαφορετικά μετά τη χορήγηση της πρώτης δόσης, αλλά επίσης διαπιστώσαμε ότι οι δοκιμές αντισωμάτων από μόνες τους δεν είναι το κατάλληλο μέσο για να προσδιοριστεί εάν τα ανοσοκατεσταλμένα άτομα έχουν επαρκές επίπεδο προστασίας από εμβόλια», λέει η Martina Sester. «Μια παρόμοια εικόνα παρατηρήθηκε μετά τη δεύτερη λήψη εμβολίου, όπου διαπιστώσαμε ότι η εικόνα της ανοσολογικής απόκρισης ήταν σημαντικά καλύτερη εάν λαμβάνονταν υπόψη και τα Τ κύτταρα αντί να βασιζόμαστε απλώς στον τίτλο των αντισωμάτων. Μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου, αντισώματα ή Τ κύτταρα παρατηρήθηκαν στο 71% των ανοσοκατεσταλμένων ασθενών. Καθώς μπορέσαμε να εξετάσουμε τους μεταμοσχευμένους που έλαβαν δύο δόσεις του ίδιου εμβολίου («ομόλογο εμβόλιο») και τους μεταμοσχευμένους που έλαβαν δύο διαφορετικούς τύπους εμβολίων Covid-19 («ετερόλογος εμβολιασμός»), μπορέσαμε να επιβεβαιώσουμε ότι τα συνδυασμένα εμβόλια έδωσαν καλύτερα αποτελέσματα και σε αυτήν την ομάδα ανοσοκατεσταλμένων ασθενών», σημείωσε η Sester.

Σε προηγούμενη έρευνα αποτελέσματα της οποίας είχαν δημοσιευθεί στο Nature Medicine, η ομάδα της καθηγήτριας Sester διαπίστωσε ότι άτομα με υγιές ανοσοποιητικό σύστημα που έλαβαν AstraZeneca ως πρώτη δόση και BioNTech/Pfizer ως δεύτερο εμβόλιο έδειξαν σημαντικά ισχυρότερη ανοσοαπόκριση από εκείνους που έλαβαν το ίδιο εμβόλιο και στις δύο δόσεις.

Η μόνιμη επιτροπή εμβολιασμού της Γερμανίας (STIKO) σημείωσε αυτά τα αποτελέσματα και τώρα συνιστά συνδυαστικό εμβολιασμό για ενήλικες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων άνω των 60 ετών. «Αυτή τη στιγμή εξετάζουμε αν πρέπει να υιοθετηθεί μια μικτή προσέγγιση εμβολίου όταν δίνουμε στους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς μια τρίτη αναμνηστική δόση, ώστε να μπορέσουν να αναπτύξουν την ευρύτερη δυνατή ανοσολογική απάντηση», εξηγεί η Martina Sester.

Τα μεταμοσχευτικά κέντρα στη Γερμανία σχεδιάζουν επίσης να διασυνδεθούν προκειμένου να μοιραστούν και να ανταλλάξουν δεδομένα των μελετών τους. Ένα άλλο ερώτημα που ενδιαφέρει είναι αν αυτά τα ευρήματα θα μπορούσαν να βοηθήσουν άλλες ομάδες που μπορεί να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τον Covid-19, όπως τα άτομα με σύνδρομο Down, καθώς θα μπορούσε να τους βοηθήσει να αναπτύξουν βελτιωμένη ανοσολογική απάντηση.

Η εν εξελίξει μελέτη έλαβε χρηματοδότηση 80.000 ευρώ από την Καγκελαρία του Σάαρλαντ.