Η μιρταζαπίνη, ένα ευρέως συνταγογραφούμενο αντικαταθλιπτικό φάρμακο παγκοσμίως, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται πια για την αντιμετώπιση της νευρικότητας στους ανθρώπους με άνοια, καθώς δεν είναι αποτελεσματικό στην περίπτωσή τους, ενώ ίσως μπορεί να αυξήσει ακόμη και την πιθανότητα θανάτου των ασθενών, σύμφωνα με μία νέα μελέτη Βρετανών επιστημόνων.

Οι ερευνητές από πολλά βρετανικά πανεπιστήμια (Πλίμουθ, Ανατολικής Αγγλίας, Έξετερ, Κέιμπριτζ, UCL, Μάντσεστερ, Νιούκαστλ κ.ά.), με επικεφαλής τον καθηγητή Σούμπε Μπάνερτζι του πρώτου, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet», βρήκαν ότι η μιρταζαπίνη (εμπορική ονομασία Remeron) δεν βελτιώνει καθόλου τη νευρικότητα και την ταραχή στους ασθενείς με άνοια, ενώ είναι δυνατό να σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα θανάτου.

Από άνοια πάσχουν περισσότεροι από 46 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως, αριθμός που αναμένεται να διπλασιαστεί μέσα στα επόμενα 20 χρόνια. Η πιο κοινή αιτία της άνοιας είναι η νόσος Αλτσχάιμερ.

Για την κατάσταση εκνευρισμού

Η κατάσταση εκνευρισμού είναι ένα σύνηθες νευροψυχιατρικό σύμπτωμα της άνοιας (όπως επίσης η κατάθλιψη, η ψύχωση και οι διαταραχές ύπνου), που εμφανίζεται σε έως το 90% των ασθενών με άνοια. Αυτή η επίμονη νευρικότητα συνοδεύεται από ανάρμοστη λεκτική ή σωματική δραστηριότητα ή ακόμη και επιθετικότητα, κάτι που οδηγεί σε μείωση της ποιότητας ζωής τόσο των ασθενών όσο και των μελών της οικογένειάς τους και των άλλων φροντιστών τους. Τα αντιψυχωσικά φάρμακα έχει αποδειχτεί ότι αυξάνουν τη θνησιμότητα στους ασθενείς με άνοια, γι’ αυτό στη θέση τους, συνήθως, συνταγογραφείται η μιρταζαπίνη.

Η νέα ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο (πλασίμπο) και διπλά «τυφλή» μελέτη με την ονομασία SYMBAD (Study of Mirtazapine for Agitated Behaviours in Dementia) -ούτε οι ερευνητές ούτε οι συμμετέχοντες ήξεραν ποιός ασθενής έπαιρνε μιρταζαπίνη και ποιός όχι- έγινε σε 204 άτομα με άνοια και νόσο Αλτσχάιμερ, από τους οποίους οι μισοί πήραν το εν λόγω αντικαταθλιπτικό φάρμακο και οι άλλοι μισοί το ψευδο-φάρμακο (πλασίμπο).

Διαπιστώθηκε ότι μετά από 12 εβδομάδες δεν υπήρξε καμία μείωση στον εκνευρισμό της πρώτης ομάδας του φαρμάκου σε σχέση με τη δεύτερη ομάδα ελέγχου. Επίσης, έως τη 16η εβδομάδα υπήρχαν περισσότεροι θάνατοι στην ομάδα του φαρμάκου (επτά) σε σύγκριση με την ομάδα του πλασίμπο (μόνο ένας θάνατος).

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ