Η σπουδαιότητα της διατροφής για την υγεία είναι γνωστή ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη, όμως με την συνεχή άνοδο του καρκίνου και των μεταβολικών νοσημάτων το ενδιαφέρον για την προστασία της υγείας μέσω της δίαιτας, αυξάνεται ολοένα και περισσότερο.

Πρόσφατη μελέτη για τη σχέση διατροφής και υγείας στις ΗΠΑ, απέδωσε 80.000 νέα περιστατικά καρκίνου στην κακή διατροφή.

Νεότερη μελέτη από το Ογκολογικό Κέντρο Memorial Sloan Kettering και την Ιατρική Σχολή Weill Cornell της Νέας Υόρκης που δημοσιεύθηκε στο JAMA, προχώρησε στην αξιολόγηση των δύο βασικών κατηγοριών δίαιτας σε σχέση με τις δυνατότητες πρόληψης του καρκίνου, δίνοντας προβάδισμα στην φυτική διατροφή έναντι της κετονικής δίαιτας. Παρόλα αυτά, δεν αποκλείεται η προτίμηση της κετονικής δίαιτας σε συγκεκριμένες μορφές καρκίνου και τονίζεται η ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση.

Οι επιστήμονες παρατηρούν ότι τα στοιχεία που προσλαμβάνουμε από την καθημερινή μας διατροφή, μέσω πολλαπλών διαδρομών στον ανθρώπινο οργανισμό, εμπλέκονται στην καρκινογένεση και την ανάπτυξη όγκων. Μια διατροφή εμπλουτισμένη με φυτικά συστατικά σχετίζεται με μειωμένη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου και συνιστάται στις διατροφικές οδηγίες για την πρόληψη του καρκίνου.

Απώλεια βάρους

Παρά την εντελώς διαφορετική σύνθεση των θρεπτικών συστατικών, η φυτική δίαιτα και η κετονική δίαιτα, οδηγούν και οι δύο στην απώλεια βάρους, μείωση της φλεγμονής και μειωμένα επίπεδα ινσουλίνης.

Φυτική δίαιτα

Η φυτική δίαιτα υιοθετεί τα πλούσια σε θρεπτικά συστατικά φυτικά τρόφιμα και περιορίζει τα επεξεργασμένα τρόφιμα, τα έλαια και τα ζωικά τρόφιμα, εστιάζοντας στην πυκνότητα των μικροθρεπτικών συστατικών και όχι σε μια σταθερή αναλογία μακροθρεπτικών συστατικών. Έτσι, είναι μια ελάχιστα επεξεργασμένη, χαμηλή σε λιπαρά, μέτρια έως υψηλή σε μη επεξεργασμένους υδατάνθρακες δίαιτα. Η φυτική δίαιτα σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα φυτικών ινών, φυτοχημικών και βουτυρικών και μειωμένα επίπεδα ινσουλινόμορφου αυξητικού παράγοντα 1.

Κετονική δίαιτα

Η κετονική δίαιτα αμφισβητεί το δόγμα ότι η πρόσληψη κρέατος πρέπει να μειωθεί και αντιστρέφει το διατροφικό προφίλ μακροθρεπτικών συστατικών με το λίπος και την πρωτεΐνη ως κύρια μακροθρεπτικά συστατικά αντί για υδατάνθρακες. Η κετονική δίαιτα στοχεύει στην προώθηση της παραγωγής σωματιδίων κετονών από λιπαρά οξέα, συνήθως μέσω πολύ χαμηλών υδατανθράκων (περίπου 5% των θερμίδων), υψηλών λιπαρών (περίπου 75% των θερμίδων) και μέτριας πρόσληψης πρωτεΐνης (περίπου 20% των θερμίδων). Οι περισσότερες θερμίδες σε μια κετονική δίαιτα λαμβάνονται από κρέας, γαλακτοκομικά, ψάρια, λάδια και αυγά, με μερικούς ξηρούς καρπούς, σπόρους και μη αμυλούχα λαχανικά. Αυτοί οι υπολογισμοί συνήθως μεταφράζονται σε λιγότερους από 40 γρ. υδατάνθρακες την ημέρα σε σύγκριση με την τυπική δίαιτα δυτικού τύπου (>250 g/ημέρα). Αντίθετα, οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων (LCD), αν και επίσης χαμηλές σε υδατάνθρακες, έχουν συνήθως μέτρια μείωση των υδατανθράκων σε κάτω του 26% των θερμίδων ή και λιγότερες, από 100 έως 130 γρ. την ημέρα. Η κετονική δίαιτα ασκεί πιθανές αντικαρκινικές επιδράσεις αυξάνοντας τα επίπεδα β-υδροξυβουτυρικού. Επίσης μπορεί να ενδιαφέρει επιλεγμένες περιπτώσεις όπως όγκους που αντιμετωπίζονται με αναστολείς φωσφατιδυλινοσιτόλης 3-κινάσης, οι οποίοι προκαλούν υπερινσουλιναιμία και υπεργλυκαιμία.

Πρόσθετες μελέτες

Οι μελέτες που έχουν γίνει μέχρι στιγμής, έχουν επικεντρωθεί στην αύξηση της πρόσληψης φρούτων και λαχανικών ή στη μείωση της πρόσληψης λίπους, αλλά δεν έχουν δοκιμάσει ειδικά τη φυτική διατροφή ή την κετονική δίαιτα για την πρόληψη ή τη θεραπεία του καρκίνου. Τα μέχρι τώρα στοιχεία τις φυτικές δίαιτες σε αντίθεση με την κετονική για τη μείωση του κινδύνου του καρκίνου. Για τις περιπτώσεις μετά τη διάγνωση όμως, δεν υπάρχουν ακόμη αυστηρά δοκιμασμένες διατροφικές προσεγγίσεις που να υποστηρίζουν τη σύσταση οποιασδήποτε δίαιτας για τη θεραπεία του καρκίνου.