Το ταξίδι του ελληνικού πολιτεύματος, από την ίδρυση της Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας, μέχρι την κατάργησή της. Έντεκα χρόνια που γνώρισαν πολιτικές συγκρούσεις και μερικά από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα της χώρας.

«Η πρώτη γνωριμία της σύγχρονης Ελλάδας με την αβασίλευτη Δημοκρατία έγινε τον Μεσοπόλεμο κι αποδείχθηκε δύσκολη.

Βεβαίως κι αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, όλες οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες δοκιμάστηκαν λιγότερο ή περισσότερο εκείνη την εποχή.

Μερικές έπαψαν ακόμη και να λειτουργούν. Στην Ιταλία, την Ρωσία, την Πορτογαλία, τη Γερμανία, την Πολωνία, την Ισπανία, την Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία κι αλλού, οι δημοκρατίες υπέκυψαν ή αντικαταστάθηκαν από αυταρχικά καθεστώτα.

Άλλες, όπως η 3η Δημοκρατία στη Γαλλία έζησαν σοβαρές ταραχώδεις κι αποσταθεροποιητικές καταστάσεις.

Γενικότερα δηλαδή στον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο οι δημοκρατίες δεν ήταν ακριβώς το κυρίαρχο πολιτικό παράδειγμα. Η χώρα μας δεν ήταν εξαίρεση.

Στην Ελλάδα η Δημοκρατία που ονομάστηκε Δεύτερη ενώ στην πραγματικότητα ήταν Πρώτη άντεξε μόλις 11 χρόνια (1924-1935). Αφού έζησε μάλιστα με ένα πολιτειακό ζήτημα σχεδόν μονίμως ανοιχτό μετά την αναχώρησή του Γεωργίου Β’ και την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας έως την επιστροφή του στον θρόνο (Νοέμβριος 1935).

Επιπροσθέτως η αβασίλευτη Δημοκρατία γεννήθηκε στην Ελλάδα πάνω στα ερείπια μιας καταστροφής και με την κληρονομιά ενός διχασμού. Και τα δυο την σφράγισαν.

Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι εγκαθιδρύθηκε μετά από ένα επιτυχημένο στρατιωτικό κίνημα ως απότοκο της Μικρασιατικής Καταστροφής, την λεγόμενη «Επανάσταση του 1922». Και ότι κατέρρευσε μετά από ένα αποτυχημένο πραξικόπημα, το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Κατά παράξενη άλλωστε τύχη και τα δυο είχαν τον ίδιο πρωταγωνιστή, τον Ν. Πλαστήρα.

Πολλοί (και από τότε) μίλησαν για «Δημοκρατία του Βενιζέλου», παρόλο που ο Κρητικός πολιτικός δεν φάνηκε να την επιθυμεί ιδιαίτερα, να την μεθοδεύει ή έστω να την επιδιώκει, έχοντας ίσως συναίσθηση του διεθνούς παράγοντα. Περισσότερο τελικά την αποδέχτηκε υπό την πίεση των γεγονότων παρά την δημιούργησε.

Παρόλα αυτά όμως η αβασίλευτη Δημοκρατία προήλθε από τις τάξεις του ευρύτερου βενιζελισμού, πολιτικού και ένστολου. Ουσιαστικά δηλαδή όχι μόνο γεννήθηκε αλλά και παρέμεινε εγκλωβισμένη στον διχασμό της προηγούμενης δεκαετίας.

Ενώ παρά τις επιμέρους επιτυχίες, τομές και προσπάθειες, δεν κατάφερε να τον γεφυρώσει φέροντας κυρίως ως προπατορικό φορτίο την δίκη και την Εκτέλεση των Έξι.

Έζησε λοιπόν αναπαράγοντας ασίγαστα σχεδόν κληρονομικά πάθη. Και καθιστώντας ιδιότυπη κανονικότητα την συχνή εκτροπή με αρκετά στρατιωτικά κινήματα, κρίσεις και ένα ιδιότυπο δικτατορικό καθεστώς, την δικτατορία του Θ. Πάγκαλου.

Τελικά  η Δημοκρατία κατέρρευσε διότι αν και παρέμεινε μέχρι τέλους αβασίλευτη δεν κατόρθωσε να εδραιωθεί ως δημοκρατία.

Σε καμία στιγμή δηλαδή δεν δημιούργησε ένα κοινό δημοκρατικό corpus ή μια κοινή δημοκρατική συνείδηση ενώ η πολιτική και συνταγματική της παράδοση παρέμεινε έως τέλους ασταθής και αλλοπρόσαλλη.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα γνώρισε και αποχαιρέτησε αυτήν την δύσκολη Δημοκρατία μέσα από δυο αμετακίνητα στρατόπεδα, τα οποία ελάχιστες φορές κατόρθωσαν να συνεννοηθούν ακόμη και για τα στοιχειώδη.

Σε όλη αυτή τη διαδρομή το «Ελεύθερον Βήμα» υπό τον ιδρυτή του Δ. Λαμπράκη υπήρξε παραστάτης και πρωταγωνιστής.

Γεννήθηκε σχεδόν μαζί με την Δημοκρατία και εξέφρασε αυθεντικά την ευρύτερη δημοκρατική παράταξη στις καλύτερες και τις λιγότερο καλές στιγμές της.

Χωρίς ίσως τον φανατισμό και την εμπάθεια της αντίπαλης παράταξης μετείχε όλων των πολιτικών συγκρούσεων και όλων των διεργασιών του πολυκέφαλου βενιζελισμού με επιστέγασμα την επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία, το 1928.

Ο οποίος (κατά την ψύχραιμη αξιολόγηση του Γ. Βλάχου, εκδότη της αντιβενιζελικής «Καθημερινής») ήταν μια περίπτωση «γέροντος, μαινόμενου, καρδιακού, πάσχοντα από φλεβίτιδα και πολιτικόν σαδισμόν, ακολουθούμενου από σπείρα κακοποιών» (6/7/1928).

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για μια χαρακτηριστική και γραφική αποτύπωση των αχαλίνωτων και ανεγκέφαλων παθών που σφράγισαν την δύσκολη Δημοκρατία του Μεσοπολέμου.»

Από τον πρόλογο του Ι. Κ. Πρετεντέρη.