Σε έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό BMJ Nutrition Prevention & Health, ερευνητές από τον Καναδά μελέτησαν δεδομένα για 28.525 άτομα τα οποία συμμετείχαν στην Εθνική Έρευνα Υγείας και Διατροφής των ΗΠΑ (NHANES) και είχαν συμπληρώσει ένα ερωτηματολόγιο υγείας σχετικά με πιθανά συμπτώματα κατάθλιψης. Λίγο λιγότερο από το 8% των συμμετεχόντων ανέφεραν συμπτώματα κατάθλιψης, ενώ το 33% ήταν υπέρβαροι και το 38% παχύσαρκοι. Η πλειοψηφία της ομάδας (87%) δήλωσε ότι δεν ακολουθούσε κάποια συγκεκριμένη δίαιτα, ενώ 2.206 άτομα (7,7%) περιόριζαν τις θερμίδες τους.

Περίπου 859 άτομα (3%) ακολουθούσαν μια «δίαιτα περιορισμού θρεπτικών συστατικών», χαμηλή σε λιπαρά, ζάχαρη, αλάτι, φυτικές ίνες ή υδατάνθρακες, και 631 (2,2%) ακολουθούσαν δίαιτες προσαρμοσμένες στις ιδιαίτερες ανάγκες υγείας τους, όπως ο διαβήτης.

Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι δίαιτες χαμηλών θερμίδων ήταν πιο συχνές μεταξύ των παχύσαρκων και των υπέρβαρων ατόμων.

Οι βαθμολογίες στα ερωτηματολόγια για τα συμπτώματα κατάθλιψης, όπως χαμηλή διάθεση, χαμηλή ενέργεια και διαταραχές ύπνου, ήταν υψηλότερες μεταξύ αυτών που περιορίζαν τις θερμίδες, σε σύγκριση με όσους δήλωσαν ότι δεν ακολουθούσαν κάποια δίαιτα.

Οι βαθμολογίες ήταν επίσης υψηλότερες μεταξύ υπέρβαρων ατόμων που ακολουθούσαν δίαιτες χαμηλών θερμίδων.

Ο συγγραφέας της μελέτης, Δρ Βένκατ Μπατ από το πανεπιστήμιο του Τορόντο στον Καναδά, δήλωσε:

«Αυτές οι βαθμολογίες επίσης διέφεραν ανάλογα με το φύλο. Μια δίαιτα περιορισμένη σε θρεπτικά συστατικά συνδέθηκε με υψηλότερες βαθμολογίες γνωστικο-συναισθηματικών συμπτωμάτων στους άνδρες σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν ακολουθούσαν δίαιτα, ενώ και τέτοιοι τύποι διαιτών συνδέθηκαν με υψηλότερες βαθμολογίες σωματικών συμπτωμάτων στους άνδρες. Και τα άτομα με παχυσαρκία που ακολουθούν ένα καθιερωμένο διατροφικό πρότυπο είχαν υψηλότερες βαθμολογίες γνωστικο-συναισθηματικών και σωματικών συμπτωμάτων σε σύγκριση με εκείνα με φυσιολογικό βάρος που δεν ακολουθούσαν δίαιτα».

Ο Δρ Μπατ λέει ότι τα ευρήματα έρχονται σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες που πρότειναν ότι οι δίαιτες χαμηλών θερμίδων βελτιώνουν τα συμπτώματα κατάθλιψης.

«Αυτή η διαφορά μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι προηγούμενες μελέτες ήταν κυρίως τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές, όπου οι συμμετέχοντες ακολουθούσαν προσεκτικά σχεδιασμένες δίαιτες που εξασφάλιζαν ισορροπημένη πρόσληψη θρεπτικών συστατικών. Αντιθέτως, οι δίαιτες περιορισμού θερμίδων στην πραγματική ζωή συχνά οδηγούν σε διατροφικές ελλείψεις — ιδιαίτερα σε πρωτεΐνες, απαραίτητες βιταμίνες και μέταλλα και προκαλούν φυσιολογικό στρες, το οποίο μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα της κατάθλιψης», εξήγησε.

Ο Δρ Μπατ ανέφερε επίσης ότι μια άλλη πιθανή εξήγηση είναι η αποτυχία απώλειας βάρους ή το φαινόμενο «yo-yo» — δηλαδή η απώλεια βάρους και η επαναπρόσληψή του.

«Οι δίαιτες χαμηλές σε υδατάνθρακες ή σε λιπαρά οξέα, ενδέχεται θεωρητικά να επιδεινώσουν τη λειτουργία του εγκεφάλου και να επιβαρύνουν τα γνωστικο-συναισθηματικά συμπτώματα, ειδικά στους άνδρες που έχουν μεγαλύτερες διατροφικές ανάγκες», πρόσθεσε ο ίδιος.

Δίαιτα και κατάθλιψη- Τι άλλο επισήμαναν οι επιστήμονες

«Πολλές μελέτες έχουν επικεντρωθεί σταθερά στις “υγιεινές” έναντι των “ανθυγιεινών” διατροφικών προτύπων και έχουν δείξει ότι οι “υγιεινές” δίαιτες, πλούσιες σε ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα, φρέσκα φρούτα και λαχανικά, ολικής άλεσης δημητριακά, ξηρούς καρπούς, σπόρους, άπαχες πρωτεΐνες και ψάρια, συνδέονται με χαμηλότερο κίνδυνο κατάθλιψης. Αντίθετα, μια “ανθυγιεινή” διατροφή, που κυριαρχείται από υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα, επεξεργασμένους υδατάνθρακες, κορεσμένα λιπαρά, επεξεργασμένο κρέας και γλυκά, συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο συμπτωμάτων κατάθλιψης. Επομένως, τα άτομα πρέπει να υιοθετούν ένα απολύτως υγιεινό διατροφικό πρότυπο για να μειώσουν τον κίνδυνο συμπτωμάτων κατάθλιψης. Αυτός ο διαχωρισμός ωστόσο δεν καταφέρνει να αποτυπώσει την πολυπλοκότητα των διατροφικών συνηθειών στην πραγματική ζωή», υποστηρίζουν οι ερευνητές.

«Ο περιορισμός θερμίδων μπορεί να οδηγήσει σε ελλείψεις πρωτεϊνών, βιταμινών και μετάλλων, γεγονός που επιβαρύνει το σώμα με στρες», υπογραμμίζουν.

Με άλλα λόγια. οι δίαιτες πολύ χαμηλές σε θερμίδες (very low-calorie diets), όσες περιορίζουν σημαντικά συγκεκριμένα θρεπτικά συστατικά, όπως οι υδατάνθρακες (π.χ. κετογονική δίαιτα), οι δίαιτες χαμηλές σε λιπαρά και εκείνες που αφαιρούν ή περιορίζουν ομάδες τροφών χωρίς ιατρική παρακολούθηση, ενώ είναι αρκετά δημοφιλείς, αν δεν γίνονται σωστά και χωρίς την κατάλληλη επίβλεψη, μπορεί να οδηγήσουν σε ελλείψεις θρεπτικών συστατικών και να προκαλέσουν σωματικό και ψυχικό στρες.