Η ελιά στην αρχαιότητα ήταν γνωστή ως το «ιερό δέντρο» της θεάς Αθηνάς, ενώ το κλαδί της ήταν και παραμένει σύμβολο ειρήνης. Το πολύτιμο δώρο της προστάτιδας της πόλης της Αθήνας στον αγαπημένο της λαό παρείχε στους Αθηναίους τα μέσα για τη διατροφή, το φωτισμό και τη θέρμανσή τους καθώς και για τον καλλωπισμό και την υγεία τους. Στο πέρασμα των αιώνων, η ελιά διατήρησε τη σπουδαιότητά της και στην καθημερινότητα των Βυζαντινών, ενώ στην Ορθοδοξία το ελαιόλαδο θεωρείται σύμβολο θεραπείας σωματικών και ψυχικών ασθενειών (ευχέλαιο, μύρο). Η ελιά και το ελαιόλαδο αποτελούν μέχρι σήμερα κομμάτι του πολιτισμού μας και συνδέονται με σχεδόν όλες τις κοινωνικές και θρησκευτικές μας δραστηριότητες.

Και μπορεί ο Ιπποκράτης να ανέδειξε την αξία του ελαιολάδου ως φαρμάκου, οι αρχαίοι Έλληνες ωστόσο γνώριζαν τις θεραπευτικές του ιδιότητες ήδη από το 4000 π.Χ. Επίσης, εκτός από τον πατέρα της ιατρικής, και άλλοι γιατροί της αρχαιότητας όπως ο Γαληνός και ο Διοσκουρίδης το συνιστούσαν ως φάρμακο για διάφορες ασθένειες, μεταξύ αυτών η ουλίτιδα, οι άφθες και η κακή λειτουργία του εντέρου, καθώς και για δερματικά νοσήματα όπως η πιτυρίδα.

Οι θεραπευτικές ιδιότητες του ελαιόλαδου

Η επιστήμη και η εξέλιξη της βιοτεχνολογίας επιβεβαιώνουν τις αντιλήψεις των αρχαίων κατατάσσοντας το ελαιόλαδο μεταξύ των φαρμακευτικών ουσιών που συμβάλλουν κατά του καρκίνου, των καρδιαγγειακών νοσημάτων και της γήρανσης. Σήμερα, είναι γνωστό ότι οι θεραπευτικές ιδιότητες και γενικότερα η διατροφική και βιολογική αξία του συνίστανται στην τέλεια αναλογία των χημικών του συστατικών.

Το ελαιόλαδο αποτελείται κατά 74% από ελαϊκό οξύ, ένα απαραίτητο για τον οργανισμό μας ακόρεστο λιπαρό οξύ.

Τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα που περιέχονται στο ελαιόλαδο μειώνουν τα επίπεδα της «κακής» LDL χοληστερόλης (χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη) και δεν επηρεάζουν τα επίπεδα της «καλής» HDL χοληστερόλης (υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη), που είναι απαραίτητη για τη μεταφορά της χοληστερόλης στο ήπαρ, με αποτέλεσμα να μην αυξάνονται τα επίπεδά της στο αίμα.

Επίσης, το ελαιόλαδο είναι πλούσιο σε αντιοξειδωτικές ουσίες, όπως οι λιποδιαλυτές βιταμίνες Ε και Κ, καθώς και σε φλαβονοειδή και αρωματικές φαινόλες, που συμμετέχουν σε μηχανισμούς οι οποίοι καθυστερούν το γήρας και δρουν ενάντια στις λοιμώξεις, στον καρκίνο και στα καρδιαγγειακά νοσήματα.

Μεταξύ των αντιοξειδωτικών φαινολικών ενώσεων, η ελευρωπαΐνη, που βρίσκεται στον καρπό και στα φύλλα της ελιάς, έχει βακτηριοκτόνο και βακτηριοστατική δράση.

Ελαιόλαδο: Η επίδρασή του στις χρόνιες παθήσεις

Από διάφορες επιδημιολογικές μελέτες φαίνεται ότι, αν και η συνολική πρόσληψη λιπαρών δεν σχετίζεται άμεσα με τον καρκίνο του παχέος εντέρου, τα ζωικά λιπαρά αυξάνουν αυτό τον κίνδυνο, ενώ τα φυτικά και εκείνα που προέρχονται από τα ψάρια τον μειώνουν. Αυτό συμβαίνει διότι τα κορεσμένα λιπαρά οξέα που είναι τα ζωικής προέλευσης είναι υπεύθυνα για την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου. Τα μονοακόρεστα (φυτικά έλαια) και τα λιπαρά οξέα ω-3 προστατεύουν τον οργανισμό έναντι της καρκινογένεσης.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το ελαιόλαδο περιέχει άφθονο ελαϊκό οξύ (μονοακόρεστο λιπαρό οξύ) καθώς και άλλα συστατικά όπως φαινόλες και βιταμίνη Ε που έχουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Με τη σειρά τους, οι αντιοξειδωτικές ουσίες προστατεύουν έναντι της δημιουργίας όγκων.

Το ελαιόλαδο επιδρά επίσης ευεργετικά λόγω των αντιοξειδωτικών του ιδιοτήτων στην πρόληψη της στεφανιαίας νόσου και του καρκίνου, καθώς και σε παθήσεις που σχετίζονται με τη γήρανση των κυττάρων όπως ο εκφυλισμός των κυττάρων του νευρικού συστήματος (γεροντική άνοια).

Η θέση του στη μαγειρική

Μια άλλη ιδιότητα του ελαιολάδου είναι η σχετική σταθερότητά του σε σύγκριση με άλλα φυτικά έλαια. Είναι λιγότερο ευαίσθητο (επιδεκτικό) στην οξείδωση και αυτό οφείλεται στη μεγάλη περιεκτικότητά του σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (ελαϊκό οξύ) και στα φυτικά αντιοξειδωτικά συστατικά του. Αυτό σημαίνει ότι είναι καλύτερα να μαγειρεύει ή να τηγανίζει κανείς με ελαιόλαδο παρά με άλλα φυτικά έλαια.

Η σχέση του με την υπερχοληστερολαιμία

Είναι γνωστό ότι οι διατροφικοί παράγοντες είναι σημαντικοί για τη σωστή λειτουργία του ενδοθηλίου των αγγείων (εσωτερική πλευρά του αρτηριακού τοιχώματος), το οποίο είναι υπεύθυνο και για τη διατήρηση της ρευστότητας και της ομαλής λειτουργίας του αίματος. Η υπερχοληστερολαιμία, όπως και άλλοι παράγοντες (κάπνισμα, υπέρταση, διαβήτης), βοηθά στην ανάπτυξη αθηρωματικών πλακών με αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία του ενδοθηλίου. Το πλούσιο σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα ελαιόλαδο μειώνει τα επίπεδα ολικής χοληστερόλης και LDL χοληστερόλης στο αίμα και την πιθανότητα δημιουργίας αθηρωματικής πλάκας και, συνεπώς, εμφάνισης αθηροσκλήρωσης.

*Η δρ Κατερίνα Σκενδέρη είναι βιοχημικός-διατροφολόγος, μέλος ΕΔΙΠ Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο