Οι ερευνητές του Mount Sinai υποστηρίζουν ότι οι συνήθεις μέθοδοι καρδιακού ελέγχου δεν εντοπίζουν σχεδόν το ήμισυ των ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο για καρδιακή προσβολή.

Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν σε μια σύντομη έκθεση στο Journal of the American College of Cardiology: Advances. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, τα αποτελέσματα υποδεικνύουν μια σημαντική αδυναμία στις τρέχουσες πρακτικές πρόληψης, καθώς οι σημερινές κατευθυντήριες συστάσεις ενδέχεται να παραβλέπουν άτομα που θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την έγκαιρη διάγνωση και την προληπτική θεραπεία.

Η ομάδα των ερευνητών αξιολόγησε την ακρίβεια του ευρέως χρησιμοποιούμενου δείκτη κινδύνου αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου (ASCVD) και ενός νεότερου εργαλείου γνωστού ως PREVENT. Το PREVENT ενσωματώνει επιπλέον μεταβλητές και έχει σχεδιαστεί για να προσφέρει μια ευρύτερη εικόνα του καρδιαγγειακού κινδύνου παράλληλα με τον έλεγχο των συμπτωμάτων.

Πώς χρησιμοποιούνται τα ASCVD risk score και PREVENT

Στην καθημερινή κλινική πράξη, οι γιατροί υπολογίζουν το λεγόμενο ASCVD risk score κατά τις τακτικές επισκέψεις πρωτοβάθμιας φροντίδας, συνήθως σε ενήλικες 40 έως 75 ετών που δεν έχουν γνωστή καρδιοπάθεια.

Το σκορ αυτό εκτιμά την πιθανότητα εμφάνισης εμφράγματος ή εγκεφαλικού επεισοδίου μέσα στην επόμενη δεκαετία, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως ηλικία, φύλο, αρτηριακή πίεση, χοληστερίνη, διαβήτη και κάπνισμα. Τα αποτελέσματα – είτε από το ASCVD risk score είτε από το νεότερο PREVENT – καθοδηγούν τις αποφάσεις των γιατρών για προληπτική θεραπεία.

Οι καρδιολόγοι χρησιμοποιούν επίσης αυτά τα σκορ για να καθορίσουν τη θεραπεία. Στους ασθενείς με μέτρια ή υψηλά σκορ συνήθως χορηγούνται φάρμακα για τη μείωση της χοληστερόλης και, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιπλέον διαγνωστικές εξετάσεις.

Τα άτομα με χαμηλά ή οριακά σκορ, ιδιαίτερα όταν δεν αναφέρουν πόνο στο στήθος ή δύσπνοια, συχνά παίρνουν εξιτήριο χωρίς περαιτέρω διερεύνηση. Ωστόσο, η μελέτη επισημαίνει ότι εάν οι ασθενείς που τελικά υπέστησαν το πρώτο τους έμφραγμα είχαν εξεταστεί δύο ημέρες πριν από το συμβάν, σχεδόν οι μισοί θα είχαν ταξινομηθεί ως χαμηλού ή οριακού κινδύνου από το ASCVD risk score, και περισσότεροι από τους μισούς θα είχαν ταξινομηθεί με τον ίδιο τρόπο από το PREVENT.

Τι αποκάλυψε η έρευνα για την καρδιακή προσβολή

Για να εξετάσουν την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων εργαλείων, οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια αναδρομική ανασκόπηση 474 ασθενών ηλικίας κάτω των 66 ετών που δεν είχαν διαγνωστεί με στεφανιαία νόσο. Όλοι έλαβαν θεραπεία για το πρώτο τους έμφραγμα στο Mount Sinai Morningside ή στο The Mount Sinai Hospital στο διάστημα Ιανουάριος 2020 – Ιούλιος 2025.

Οι ερευνητές συνέλεξαν δημογραφικά στοιχεία, ιατρικό ιστορικό, επίπεδα χοληστερόλης, μετρήσεις αρτηριακής πίεσης και το χρόνο εμφάνισης συμπτωμάτων όπως θωρακικός πόνος ή δύσπνοια.

Υπολογίστηκε το ASCVD risk score για κάθε ασθενή και η ομάδα προσομοίωσε τον τρόπο με τον οποίο θα είχε αξιολογηθεί ο ασθενής δύο ημέρες πριν από την καρδιακή προσβολή. Οι ασθενείς ταξινομήθηκαν σε τέσσερις κατηγορίες: χαμηλή (κάτω του 5%), οριακή (5-7,5%), ενδιάμεση (7,5-20%) και υψηλή (πάνω από 20%).

Η ανάλυση επικεντρώθηκε σε δύο σημεία: Ποιοι ασθενείς κρίθηκαν κατάλληλοι για προληπτικά μέτρα και πότε εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα:

  • Συνολικά, το 45% των ασθενών δεν θα έχει προταθεί για προληπτική θεραπεία ή περαιτέρω εξετάσεις με βάση τις οδηγίες του ASCVD risk score.
  • Το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 61% με το νεότερο εργαλείο PREVENT.
  • Επιπλέον, η πλειονότητα των ασθενών (60%) παρατήρησε συμπτώματα λιγότερο από δύο ημέρες πριν την καρδιακή προσβολή.

Αυτό το μοτίβο δείχνει πόσο συχνά τα συμπτώματα εμφανίζονται μόνο όταν η νόσος έχει ήδη προχωρήσει. Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ένα σοβαρό κενό στην πρόληψη: άτομα που φαίνονται υγιή, σύμφωνα με τις τυπικές αξιολογήσεις μπορεί να έχουν ήδη σημαντική και «σιωπηλή» αθηροσκλήρωση.

Εξαιτίας αυτού, η στήριξη αποκλειστικά στα συμπτώματα και στους δείκτες κινδύνου μπορεί να καθυστερήσει την ανίχνευση και τελικά να είναι αργά για ουσιαστική πρόληψη.