Η κατάθλιψη είναι κάτι σοβαρότερο και μεγαλύτερο από λίγες μέρες στη διάρκεια των οποίων νιώθουμε τη διάθεσή μας πεσμένη και την όρεξή μας για διασκέδαση και δημιουργία να μας εγκαταλείπει.

Δεν πρόκειται δηλαδή για μία προσωρινή αίσθηση ότι είμαστε στενοχωρημένοι ή δυστυχείς, είναι μία συνεχής κατάσταση όπου νιώθουμε ότι βυθιζόμαστε στην απελπισία και η οποία διαρκεί εβδομάδες ή ακόμα και μήνες.

Μία συχνή παρεξήγηση μεταξύ των ανθρώπων που δεν είναι ευαισθητοποιημένοι στα θέματα ψυχική υγείας είναι ότι η κατάθλιψη είναι κάτι ασήμαντο ή συνηθισμένο, ότι έχει να κάνει με την επιθυμία κάποιων να «κλαίγονται», ότι είναι ένας τρόπος να τραβήξει κάποιος την προσοχή, και ότι μπορεί να περάσει από μόνη της, μιας και δεν πρόκειται για πραγματική ασθένεια.

Η αλήθεια όμως είναι ότι η κατάθλιψη είναι μία ψυχική αρρώστια, για την οποία δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε στίγμα ούτε ενοχές.

Είναι πολύ συχνή, δεδομένου ότι αφορά 1 στους 10 ανθρώπους στη διάρκεια της ζωής του, επηρεάζει τόσο άνδρες όσο και γυναίκες κάθε ηλικίας, ακόμα και παιδιά (σε πολύ μικρότερο ποσοστό από τους ενηλίκους όμως) και χρήζει αντιμετώπισης, διάγνωσης και θεραπείας από ψυχίατρο.

Πώς θα την αναγνωρίσουμε

Η κατάθλιψη αποκαλείται «πρωτεϊκή νόσος», μπορεί δηλαδή να πάρει πολλές διαφορετικές μορφές και να εκδηλωθεί με πολλά και διαφορετικά συμπτώματα.

Ετσι, μπορεί να νιώθουμε ότι θέλουμε να κλαίμε συνεχώς, ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα, ότι είμαστε πολύ στενοχωρημένοι, ότι είμαστε άχρηστοι και ανίκανοι, ότι έχουμε χάσει κάθε ενδιαφέρον και κάθε κίνητρο για τα πράγματα που μας ευχαριστούσαν παλαιότερα, ότι δεν αντέχουμε την καθημερινότητα και τους άλλους ανθρώπους και ότι κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει.

Είναι επίσης συνηθισμένο μαζί με την κατάθλιψη να νιώθουμε και πολύ άγχος, φόβο, ανασφάλεια, να πιστεύουμε ότι φταίμε για τα πάντα, να έχουμε κακή ιδέα για τον εαυτό μας, καθώς και να εκνευριζόμαστε εύκολα. Είναι πιθανό να έχουμε παράλληλα «μαύρες σκέψεις», που οδηγούν σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, μέχρι και στην αυτοκτονία.

Μαζί με τα ψυχικά συμπτώματα της κατάθλιψης, υπάρχουν συχνά και σωματικά συμπτώματα, όπως το να κάνουμε τα πάντα αργά (να μιλάμε και να κινούμαστε πολύ σιγά), να νιώθουμε συνεχώς κουρασμένοι και χωρίς ενέργεια, να μην μπορούμε να σηκωθούμε το πρωί από το κρεβάτι, να δυσκολευόμαστε στον ύπνο (να μην μπορούμε να αποκοιμηθούμε το βράδυ ή να ξυπνάμε πολύ νωρίς το πρωί), να εξαφανίζεται η λίμπιντό μας, να χάνουμε ή να παίρνουμε κιλά, να έχουμε δυσκοιλιότητα, ορμονικά προβλήματα ή να νιώθουμε διάφορους (ανεξήγητους συχνά) πόνους σε όλο το σώμα.

Τα συμπτώματα της κατάθλιψης επηρεάζουν αρνητικά την κοινωνική, την επαγγελματική αλλά και την προσωπική και οικογενειακή μας ζωή.

Θλίψη ή κατάθλιψη; Δύο διαφορετικές καταστάσεις

Είναι απόλυτα φυσιολογικό να υπάρχουν περίοδοι στη ζωή μας όπου η διάθεσή μας είναι πεσμένη, επειδή για παράδειγμα βρισκόμαστε σε μία περίοδο στρες, πένθους, χωρισμού κ.λπ. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κακή διάθεση δεν εξελίσσεται απαραίτητα σε κατάθλιψη και μπορεί να βελτιωθεί από μόνη της με τον καιρό.

Αν βέβαια νιώσουμε ότι χρειαζόμαστε βοήθεια, η επικοινωνία με έναν ειδικό ψυχικής υγείας θα ήταν χρήσιμη.

Οι αιτίες της κατάθλιψης

Η κατάθλιψη δεν έχει μία και μόνη αιτία. Υπάρχουν πάρα πολλές έρευνες για την κατάθλιψη και τις αιτίες που την προκαλούν. Θεωρείται ότι είναι απαραίτητος ο συνδυασμός: ευαισθησία του χαρακτήρα και δυσκολίες στη ζωή.

Αρχικά, ένα δυσάρεστο γεγονός, για παράδειγμα μία απόλυση ή ένας θάνατος, μας προκαλεί θλίψη. Εν συνεχεία, σε κάποιες περιπτώσεις και σε κάποιους ανθρώπους μπορεί να εμφανιστεί κλινική κατάθλιψη.

Υπάρχει ένας φαύλος κύκλος μέσω του οποίου μπορεί να οδηγηθούμε στην κατάθλιψη. Ας πάρουμε την περίπτωση που χάνουμε τη δουλειά μας. Σαν συνέπεια, αφού είμαστε στενοχωρημένοι, καταφεύγουμε σε συμπεριφορές που δεν μας βοηθούν, περιορίζουμε για παράδειγμα τις κοινωνικές μας συναναστροφές, πίνουμε και καπνίζουμε περισσότερο.

Αυτά όλα μας κάνουν να νιώθουμε άσχημα με τον εαυτό μας, με αποτέλεσμα να μπαίνουμε ολοένα και πιο βαθιά σε μια δυσάρεστη κατάσταση, από την οποία γίνεται όλο και πιο δύσκολο να βγούμε.

Επιπλέον, κάποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η τάση να κρίνουμε πολύ αυστηρά τον εαυτό μας, αυξάνουν τις πιθανότητες να νοσήσουμε από κατάθλιψη.

Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα, γνωρίζουμε επίσης ότι το χρόνιο στρες προκαλεί κατάθλιψη, ότι όσο μεγαλώνουμε είναι πιο πιθανό να εμφανίσουμε κατάθλιψη και ότι είναι πιο συνηθισμένη στα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα.

Επίσης, οι χρόνιες και απειλητικές για τη ζωή ασθένειες (π.χ. καρκίνος, καρδιαγγειακά) μπορεί να συμβάλουν στην εμφάνισή της, όπως και οι εγκεφαλικοί τραυματισμοί και ο υποθυρεοειδισμός. Αλλες αιτίες που σχετίζονται με την εκδήλωση κατάθλιψης είναι η υπερβολική χρήση αλκοόλ ή/και κάνναβης (ειδικά στους εφήβους).

Επιπλέον, η κατάθλιψη μπορεί να προκύψει μετά από κάποιο τραυματικό γεγονός (ο κίνδυνος να εμφανίσει κάποιος κατάθλιψη είναι 2 φορές μεγαλύτερος μετά από ένα διαζύγιο ή τον θάνατο του/της συντρόφου του), μετά τη γέννα (επιλόχειος κατάθλιψη), εξαιτίας της μοναχικής ζωής που ζει κάποιος χωρίς να το θέλει, ενώ μπορεί να σχετίζεται και με την κληρονομικότητα.

Διάγνωση και θεραπεία μόνο από τον ψυχίατρο

Ο μόνος ειδικός για να διαγνώσει αλλά και να προτείνει την κατάλληλη θεραπεία για την κατάθλιψη είναι ο ψυχίατρος. Οταν κάποιος πάσχει από κατάθλιψη, στον εγκέφαλο δημιουργείται μία χημική ανισορροπία.

Τα αντικαταθλιπτικά είναι τα φάρμακα που βοηθούν να επανέλθει η χαμένη αυτή ισορροπία. Αυτό που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι ότι τα αντικαταθλιπτικά δεν έχουν άμεση δράση – όπως άλλα φάρμακα.

Χρειάζονται κάποιες εβδομάδες (2 με 8, ανάλογα με τον ασθενή, το φάρμακο και τη σοβαρότητα της κατάστασης) για να νιώσουμε καλύτερα. Βέβαια, τα αντικαταθλιπτικά θα μας βοηθήσουν να βγούμε από τη μαύρη τρύπα, αλλά από μόνα τους συνήθως δεν φτάνουν.

Συχνά είναι απαραίτητη και η ψυχοθεραπεία, η λήψη και άλλων φαρμάκων (π.χ. αγχολυτικά), η διαχείριση τους στρες και επιπλέον η αντιμετώπιση των προβλημάτων που πιθανώς συνέβαλαν στην εκδήλωση της κατάθλιψης.

Είναι ασφαλή τα αντικαταθλιπτικά;

Σε γενικές γραμμές, τα αντικαταθλιπτικά είναι ασφαλή και αποτελεσματικά και δεν δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα (εάν πρόκειται για εφήβους ή ηλικιωμένους, μπορεί να χρειαστεί πιο συχνή παρακολούθηση από τον ψυχίατρο).

Δεν ανήκουν στις εξαρτησιογόνες ουσίες και δεν προκαλούν ανοχή (όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τα αγχολυτικά). Στην αρχή της θεραπείας με τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να υπάρχουν ήπιες παρενέργειες από το στομάχι ή το έντερο, αλλά περνούν γρήγορα.

Σε ένα 10% μπορεί να επηρεαστεί η σεξουαλική λειτουργία ανδρών και γυναικών, ενώ το σωματικό βάρος δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα. Σπανιότερα, έχουν και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίζονται συνήθως στην αρχή της θεραπείας και μετά συνήθως υποχωρούν (π.χ. άγχος, αδυναμία, ναυτία, ξηροστομία, ζαλάδα, εφίδρωση).

Ενα συνηθισμένο λάθος

Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η θεραπεία ενός επεισοδίου κατάθλιψης δεν τελειώνει τη στιγμή που αρχίζει κανείς να νιώθει και πάλι καλά.

Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα βελτιώνουν τη διάθεση και τα άλλα συμπτώματα της κατάθλιψης μετά από κάποιες εβδομάδες, αλλά οι αλλαγές που συμβαίνουν σε χημικό επίπεδο δεν έχουν παγιωθεί και είναι πάρα πολύ πιθανό να αναστραφούν αν δεν ολοκληρωθεί η θεραπεία.

Γι’ αυτό οι ψυχίατροι προτείνουν σταθερή λήψη των φαρμάκων για χρονικό διάστημα έξι έως οκτώ μηνών, στην περίπτωση ενός απλού επεισοδίου κατάθλιψης χωρίς επιπλοκές. Ανάλογα βέβαια με την κρίση του ψυχιάτρου, μπορεί η λήψη τους να χρειαστεί να συνεχιστεί ακόμα και για χρόνια, με ικανοποιητική ασφάλεια.

Επίσης, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η διακοπή τους – όταν κριθεί σκόπιμη – θα πρέπει να γίνεται σταδιακά και υπό την καθοδήγηση και πάλι του ψυχιάτρου.

Ευχαριστούμε για τη συνεργασία την κυρία Γεωργία Μπαλτά, ψυχίατρο-ψυχοθεραπεύτρια.