Η διαιτητική οξύτητα ή διαιτητικό φορτίο οξύτητας αναφέρεται στην επίδραση που έχoυν οι τροφές που καταναλώνουμε στο ισοζύγιο οξέων-βάσεων του σώματός μας. Πιο απλά, κάποιες τροφές, όταν τις χωνεύουμε, παράγουν οξέα στο σώμα (π.χ. κρέας, τυριά, αυγά). Άλλες πάλι είναι πιο «αλκαλικές» και βοηθούν στο να μειωθεί αυτή η οξύτητα (π.χ. φρούτα, λαχανικά). Η διαιτητική οξύτητα λοιπόν δείχνει πόσο «όξινη» ή «αλκαλική» είναι η διατροφή μας και πώς αυτό επηρεάζει την ισορροπία στον οργανισμό μας. Η υψηλή διαιτητική οξύτητα (όξινο φορτίο) μπορεί να προκαλέσει προβλήματα υγείας, ενώ μια πιο αλκαλική διατροφή θεωρείται γενικά πιο υγιεινή. Μια πρόσφατη ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Frontiers in Nutrition εξέτασε πώς μια χαμηλή σε λιπαρά vegan διατροφή, επηρέασε τη διαιτητική οξύτητα και το βάρος των ατόμων.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σε σύγκριση με τη μεσογειακή διατροφή, η vegan οδήγησε σε χαμηλότερη διαιτητική οξύτητα. Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η μείωση της διαιτητικής οξύτητας μέσω αυτού του διατροφικού πλάνου μπορεί να βοηθήσει στην απώλεια βάρους.

Χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά vegan δίαιτα και απώλεια βάρους

Η εν λόγω έρευνα είναι δευτερογενής ανάλυση προηγούμενης μελέτης που αφορούσε υπέρβαρους ενήλικες, οι οποίοι ακολούθησαν τη μεσογειακή διατροφή και μια χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά vegan δίαιτα. Στην παρούσα ανάλυση, οι ερευνητές επιδίωξαν να εξετάσουν τη διαιτητική οξύτητα σε αυτά τα δύο διατροφικά πρότυπα και τη σχέση της με τις αλλαγές στο βάρος.

Η αρχική μελέτη περιελάμβανε 62 υπέρβαρους ενήλικες, χωρισμένους σε δύο ομάδες: η μία ομάδα ακολούθησε τη μεσογειακή διατροφή και η άλλη, μια χαμηλή σε λιπαρά vegan διατροφή για 16 εβδομάδες. Ύστερα από ένα διάλειμμα 4 εβδομάδων, οι ομάδες «αντάλλαξαν» δίαιτες.

Οι συμμετέχοντες κρατούσαν ημερολόγια κατανάλωσης τροφίμων και οι ερευνητές δεδομένα για τη φυσική δραστηριότητα και τη σύσταση του σώματός τους.

Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν δύο συστήματα βαθμολόγησης για να υπολογίσουν τη διαιτητική οξύτητα. Συνολικά, οι βαθμολογίες διαιτητικής οξύτητας μειώθηκαν όταν τα άτομα ακολουθούσαν τη vegan δίαιτα, ενώ παρέμειναν σταθερές όταν ακολουθούσαν τη μεσογειακή. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες έχασαν βάρος με την vegan διατροφή, αλλά όχι με τη μεσογειακή.

Όπως φάνηκε, οι αλλαγές στη διαιτητική οξύτητα σχετίζονταν θετικά με τις αλλαγές στο βάρος, δηλαδή, μείωση της διαιτητικής οξύτητας συνδεόταν με μείωση του σωματικού βάρους.

Συμπερασματικά, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «σε σύγκριση με τη μεσογειακή διατροφή, η διαιτητική οξύτητα μειώθηκε σημαντικά με τη vegan και υπήρξε απώλεια κιλών».

Ανάγκη για περαιτέρω έρευνα

Η συγκεκριμένη έρευνα είχε ορισμένους περιορισμούς, όπως ο μικρός αριθμός συμμετεχόντων, ο σύντομος χρόνος παρέμβασης και τα δεδομένα που προέρχονταν από ένα μόνο κέντρο. Ωστόσο, οι ερευνητές σημειώνουν ότι ο χρόνος παραμονής σε κάθε διατροφικό πλάνο ήταν αρκετός για να υπάρξει προσαρμογή.

Ένας ακόμη σημαντικός περιορισμός ήταν ότι η ανάλυση βασίστηκε στις διατροφικές αναφορές των συμμετεχόντων. Τα δεδομένα για τη φυσική δραστηριότητα επίσης ήταν αυτοαναφερόμενα.

«Μελλοντικές μελέτες μπορούν να εστιάσουν σε αποτελεσματικές στρατηγικές για να γίνει η διατροφή πιο αλκαλική και να εξετάσουν πιθανούς δεσμούς με τον διαβήτη, τις καρδιαγγειακές παθήσεις και άλλες χρόνιες ασθένειες», σημείωσαν οι συγγραφείς.

Οι ίδιοι τονίζουν επίσης τη σημασία μιας ισορροπημένης διατροφής:

«Η μελέτη αυτή επιβεβαιώνει το πόσο σημαντικό είναι να καταναλώνουμε μια ισορροπημένη διατροφή, πλούσια σε φρούτα, λαχανικά και άλλες φυτικές τροφές. Ανεξάρτητα από τις διατροφικές σας προτιμήσεις, μια ισορροπημένη διατροφή είναι ωφέλιμη για τη διατήρηση ενός υγιούς βάρους και της καλής υγείας».