Nέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Psychology of Sport and Exercise αποκάλυψε ότι η τακτική αερόβια άσκηση όχι μόνο βελτιώνει τη διάθεση, αλλά ενισχύει και την ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει στο σώμα μας—μια δεξιότητα γνωστή ως εσωτερική αντίληψη (interoception).
Στην εν λόγω έρευνα διάρκειας 12 εβδομάδων, νεαροί ενήλικες που προηγουμένως είχαν καθιστικό τρόπο ζωής, εμφάνισαν αυξημένη ακρίβεια στην αντίληψη των καρδιακών τους παλμών, μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ως προς αυτές τις εκτιμήσεις και μείωση των συμπτωμάτων κατάθλιψης και άγχους.
Γενικότερα, η άσκηση είναι ευρέως αναγνωρισμένη για την ικανότητά της να ενισχύει τη συναισθηματική ευεξία και συχνά προτείνεται ως στρατηγική για τη μείωση των συμπτωμάτων άγχους και κατάθλιψης. Ωστόσο, ενώ πολλές μελέτες εστιάζουν σε εξωτερικές βελτιώσεις όπως τα επίπεδα ενέργειας ή η φυσική κατάσταση, λίγες έχουν εξετάσει το πώς η άσκηση μπορεί να επηρεάσει την εσωτερική επίγνωση.
Η εσωτερική αντίληψη—η αίσθηση των εσωτερικών σημάτων του σώματος όπως ο καρδιακός παλμός ή η αναπνοή—αναφέρεται συχνά ως η «όγδοη αίσθηση» και συμπληρώνει μια ευρύτερη λίστα αισθήσεων. Είναι υπεύθυνη για την ανίχνευση της φυσιολογικής κατάστασης του σώματος και ανάγκες όπως η πείνα, η δίψα ή η ούρηση. Ως εκ τούτου, μας βοηθά να παραμένουμε συντονισμένοι με ό,τι συμβαίνει μέσα μας, κάτι που μπορεί να διαμορφώσει τις συναισθηματικές μας εμπειρίες, να καθοδηγήσει τις αποφάσεις μας και να υποστηρίξει την αυτορρύθμιση.
Αντίθετα, η διαταραγμένη εσωτερική αντίληψη έχει συσχετιστεί με διάφορες ψυχολογικές καταστάσεις, όπως το άγχος, η κατάθλιψη και οι διατροφικές διαταραχές.
Οι ερευνητές ήθελαν να διερευνήσουν εάν η τακτική αερόβια άσκηση μπορεί να ενισχύσει αυτή την εσωτερική αίσθηση και εάν αυτές οι αλλαγές θα μπορούσαν να συνοδεύονται από βελτιώσεις στην ψυχική υγεία.
Άσκηση και εσωτερική αντίληψη- Αναλυτικά η έρευνα
Η μελέτη περιελάμβανε 62 νέους ενήλικες ηλικίας μεταξύ 18 και 32 ετών, οι οποίοι δεν ήταν, όπως αναφέρθηκε, σωματικά δραστήριοι στην αρχή της έρευνας. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: μια ομάδα άσκησης και μια ομάδα ελέγχου που συνέχισε τις συνήθεις δραστηριότητές της.
Η ομάδα άσκησης ολοκλήρωσε ένα εποπτευόμενο πρόγραμμα ποδηλασίας διάρκειας 12 εβδομάδων σε στατικά ποδήλατα. Οι πρώτες έξι εβδομάδες περιλάμβαναν μέτρια, συνεχόμενη ποδηλασία, ενώ οι επόμενες έξι εβδομάδες ακολούθησαν μια πιο απαιτητική προσέγγιση διαλειμματικής άσκησης με εναλλαγές υψηλής και χαμηλής έντασης.
Η ακρίβεια της εσωτερικής αντίληψης των συμμετεχόντων μετρήθηκε μέσω μιας δοκιμασίας καταμέτρησης καρδιακών παλμών, κατά την οποία οι ίδιοι προσπαθούσαν να μετρήσουν τους καρδιακούς τους παλμούς χωρίς να ελέγχουν φυσικά τον σφυγμό τους. Τα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους αξιολογήθηκαν μέσω τυποποιημένων αυτοαναφορικών ερωτηματολογίων σε συνδυασμό με μια κλίμακα που μετρά τη γενική αυτοαποτελεσματικότητα—την πίστη ενός ατόμου στην ικανότητά του να πετυχαίνει στόχους και να αντιμετωπίζει προκλήσεις.
Αυτές οι αξιολογήσεις πραγματοποιήθηκαν σε τρία χρονικά σημεία: πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα, μετά από έξι εβδομάδες και μετά από 12. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παρέμβασης, η ομάδα άσκησης ολοκλήρωνε τρεις προπονήσεις την εβδομάδα.
Η ομάδα άσκησης παρουσίασε σαφείς βελτιώσεις στην εσωτερική αντίληψη και στην ψυχική ευεξία μετά από έξι εβδομάδες. Οι συμμετέχοντες βελτιώθηκαν στην ανίχνευση των καρδιακών τους παλμών και ανέφεραν αυξημένη αυτοπεποίθηση στην ικανότητά τους να το κάνουν. Αυτές οι βελτιώσεις διατηρήθηκαν σταθερές για το υπόλοιπο της μελέτης, αλλά δεν αυξήθηκαν περαιτέρω μετά τη μετάβαση στην πιο έντονη προπόνηση. Αντίθετα, η ομάδα ελέγχου δεν εμφάνισε καμία αλλαγή στην ακρίβεια της εσωτερικής αντίληψης σε κανένα σημείο της μελέτης.
Τα αποτελέσματα που σχετίζονται με τη διάθεση ακολούθησαν παρόμοιο μοτίβο.
Η ομάδα άσκησης ανέφερε μείωση στα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους μετά από έξι εβδομάδες, και αυτές οι βελτιώσεις διατηρήθηκαν — αλλά δεν ενισχύθηκαν — μετά την ολοκλήρωση του δεύτερου μέρους του προγράμματος. Οι βαθμολογίες τους στην κλίμακα αυτοαποτελεσματικότητας επίσης αυξήθηκαν, υποδεικνύοντας μια ισχυρότερη πίστη στις προσωπικές ικανότητες των ατόμων. Η ομάδα ελέγχου, από την άλλη πλευρά, δεν παρουσίασε ουσιαστικές αλλαγές στη διάθεση ή στην αυτοαποτελεσματικότητα κατά τη διάρκεια των 12 εβδομάδων.
Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η μέτρια αερόβια άσκηση είναι αρκετή για να προκαλέσει σημαντικές ψυχολογικές και φυσιολογικές αλλαγές και ότι οι πιο έντονες προπονήσεις δεν προσθέτουν απαραίτητα επιπλέον οφέλη — τουλάχιστον όσον αφορά την εσωτερική επίγνωση του σώματος ή τη διάθεση σε νέους ενήλικες.
«Η άσκηση βελτιώνει τόσο την ψυχική υγεία όσο και πτυχές της αντίληψης του σώματος — και τα καλά νέα είναι ότι δεν χρειάζεται να προσπαθούμε πολύ. Αρκούν τρεις συνεδρίες την εβδομάδα μέτριας έντασης, όπως ποδηλασία, διάρκειας 30 έως 60 λεπτών. Οπότε, αν κάποιος είναι σωματικά ανενεργός και δεν είναι σίγουρος αν αξίζει να ξεκινήσει, αυτή η μελέτη θα πρέπει να λειτουργήσει ως μια… επιστημονική ώθηση για να αρχίσει να κινείται», επισήμαναν οι ερευνητές.