Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, γνωστό ιατρικά ως μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα (ME), μπορεί να διαγνωστεί μόνο με την αξιολόγηση των συμπτωμάτων και την απόρριψη άλλων αιτιών. Πρόσφατα, ερευνητές από το πανεπιστήμιο East Anglia (UEA) και την Oxford BioDynamics υποστήριξαν πως αυτό μπορεί να αλλάξει, καθώς ανέπτυξαν ένα νέο τεστ, ικανό να εντοπίσει την ME με ακρίβεια 96%, προσφέροντας ελπίδα σε πολλούς ασθενείς που αγωνίζονται για χρόνια να λάβουν διάγνωση.
Όσα ανέφεραν οι ερευνητές για το νέο τεστ
Η επιστημονική ομάδα ανέφερε ότι «το τεστ εντοπίζει μοναδικά επιδιογενετικά μοτίβα στο αίμα, τα οποία εμφανίζονται μόνο σε άτομα με ME».
Ο επικεφαλής ερευνητής, καθηγητής Dmitry Pshezhetskiy, δήλωσε :
«Η ανακάλυψή μας προσφέρει τη δυνατότητα διάγνωσης μέσω ενός απλού τεστ ακριβείας, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο πρώιμη υποστήριξη και πιο αποτελεσματική διαχείριση».
Ο επικεφαλής επιστημονικός υπεύθυνος της Oxford BioDynamics, Alexandre Akoulitchev, πρόσθεσε:
«Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης δεν είναι μια ασθένεια με την οποία γεννιέσαι. Γι’ αυτό και η χρήση των επιγενετικών δεικτών, οι οποίοι μπορούν να αλλάξουν κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου, σε αντίθεση με τον σταθερό γενετικό κώδικα, ήταν το κλειδί για την επίτευξη αυτού του υψηλού επιπέδου ακρίβειας του τεστ. Η ίδια τεχνολογία έχει ήδη χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία πρακτικών, ταχέων διαγνωστικών εξετάσεων αίματος, προσβάσιμων σε μεγάλη κλίμακα».
Ωστόσο, άλλοι επιστήμονες κατηγόρησαν την επιστημονική ομάδα για «υπερβολική προβολή των πρώτων αποτελεσμάτων από μια μικρή μελέτη». Χαρακτηριστικά, ορισμένοι επεσήμαναν ότι «το τεστ δεν είναι ακόμη κοντά στο να προσφέρει ένα χρήσιμο διαγνωστικό εργαλείο».
Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (CFS) είναι μια πολύπλοκη και εξουθενωτική πάθηση. Η αιτία του παραμένει άγνωστη, αλλά μπορεί να έχει σοβαρό αντίκτυπο στην ποιότητα της ζωής των ατόμων που πάσχουν.
Το κύριο σύμπτωμά του είναι η ακραία κόπωση, η οποία δεν βελτιώνεται με την ανάπαυση ή τον ύπνο. Άλλα κοινά συμπτώματα περιλαμβάνουν:
- Πόνους στους μυς και τις αρθρώσεις
- Πονοκεφάλους
- Πόνο στο λαιμό
- Διόγκωση των λεμφαδένων
- Προβλήματα μνήμης και συγκέντρωσης
- Διαταραχές ύπνου
- Ευαισθησία στο φως και τον ήχο
Το CFS μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολία στην εργασία, την εκπαίδευση και τις κοινωνικές δραστηριότητες. Τα άτομα με CFS μπορεί επίσης να βιώσουν κοινωνική απομόνωση και στίγμα.
Ενώ η αιτία παραμένει άγνωστη, υπάρχουν θεραπείες που μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση των συμπτωμάτων και στη βελτίωση της συνολικής υγείας και ευεξίας. Είναι σημαντικό για τα άτομα να αναζητούν υποστήριξη και να ενημερώνονται σχετικά με τις θεραπευτικές επιλογές.