Είναι αδιαμφισβήτητα το απαραίτητο «αξεσουάρ» του καλοκαιριού: ένα μπουκαλάκι με εμφιαλωμένο νερό στο χέρι, είτε περπατάμε στους καυτούς δρόμους της πόλης είτε λιαζόμαστε στην παραλία… Η κατανάλωση εμφιαλωμένου νερού κερδίζει όλο και περισσότερους πιστούς στη χώρα μας, αν και ακόμη είμαστε πολύ κάτω από το μέσο όρο της υπόλοιπης Ευρώπης. Εκτιμάται ότι ο μέσος Ευρωπαίος καταναλώνει 80-100 λίτρα εμφιαλωμένου νερού το χρόνο, ενώ οι… πρωταθλητές Ιταλοί φτάνουν τα 150 λίτρα. Πόσοι από εμάς, όμως, γνωρίζουμε τι πίνουμε; Και πόσοι μπορούμε να καταλάβουμε τι αναγράφεται στην ετικέτα ενός εμφιαλωμένου νερού, καθώς και αν έχουμε κάνει την καλύτερη επιλογή νερού; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα, που αφορούν το βασικότερο συστατικό της ζωής κλεισμένο σε ένα διαφανές μπουκάλι, επιχειρούμε να δώσουμε απαντήσεις στις γραμμές που ακολουθούν.




Καταρχήν, οφείλουμε να διαβάσουμε στην ετικέτα το είδος του εμφιαλωμένου νερού που πίνουμε, μιας και δεν είναι όλα ίδια. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες, αναγνωρισμένες από την Ευρωπαϊκή Ένωση: το επιτραπέζιο, το φυσικό μεταλλικό νερό και το νερό πηγής. Στην ετικέτα δεν επιτρέπεται να αναφέρεται οποιοσδήποτε άλλος χαρακτηρισμός του νερού (π.χ. θεραπευτικό, ιαματικό, φυσικό νερό, μεταλλικό νερό ή φυσικό μεταλλικό νερό πηγής). Ποια είναι, όμως, τα χαρακτηριστικά του νερού των παραπάνω τριών κατηγοριών;




Σύμφωνα με τη νομοθεσία, το επιτραπέζιο νερό επιτρέπεται να είναι οποιασδήποτε προέλευσης (π.χ. από γεώτρηση, από λίμνη, από ποτάμι, ακόμη και αφαλατωμένο νερό θάλασσας). Στο επιτραπέζιο νερό επιτρέπεται να γίνει οποιαδήποτε διαδικασία απολύμανσης κρίνεται απαραίτητη, προκειμένου η σύστασή του να είναι σύμφωνη με την κοινοτική οδηγία (98/83) για το πόσιμο νερό. Και ποιο είναι το πόσιμο; Είναι αυτό που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση και πρέπει να είναι αβλαβές, άοσμο, άχρωμο, δροσερό, με ευχάριστη γεύση, ενώ τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ ορισμένων αποδεκτών ορίων που ορίζονται από τις αντίστοιχες κοινοτικές οδηγίες. Συνήθως τα επιτραπέζια νερά υφίστανται τη διαδικασία της μικροδιήθησης και του οζονισμού (απολύμανση με όζον). Πρακτικά, η σύσταση του επιτραπέζιου νερού και του νερού της βρύσης είναι ίδια. Με απλά λόγια, πρόκειται για νερά με τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά, με τη δια­φορά ότι το επιτραπέζιο νερό είναι εμφιαλωμένο, ενώ της βρύσης τρεχούμενο.




Το φυσικό μεταλλικό νερό έχει αποκλειστικά υπόγεια προέλευση και εμφιαλώνεται επιτόπου στην πηγή προέλευσής του (συνήθως γεώτρηση). Οι κοινοτικές οδηγίες απαγορεύουν οποιαδήποτε κατεργασία ή απολύμανση στο φυσικό μεταλλικό νερό, εν αντιθέσει με το επιτραπέζιο. Η υπόγεια προέλευση του φυσικού μεταλλικού νερού, καθώς και η απαγόρευση οποιασδήποτε δραστηριότητας σε ικανοποιητική απόσταση γύρω από τη γεώτρηση (η απόσταση εξαρτάται από το είδος των πετρωμάτων της περιοχής), εξασφαλίζουν την προστασία του από τυχόν μικροβιακό φορτίο. Πρακτικά, η σύσταση του φυσικού μεταλλικού νερού μπορεί να διαφέρει από αυτήν του κοινού πόσιμου νερού (επιτραπέζιου), π.χ. να είναι πιο πλούσια σε διάφορα μέταλλα και ιχνοστοιχεία, όπως το μαγνήσιο, το ασβέστιο, το κάλιο κλπ. (βλ. πίνακα). Με απλά λόγια, ένα φυσικό μεταλλικό νερό επιτρέπεται να μην πληροί ορισμένες από τις προδιαγραφές του πόσιμου νερού (επιτραπέ­ζιου). Για κάποιες παραμέτρους του δεν ορίζονται ανώτατα ­επιτρεπόμενα όρια ή ορίζονται όρια διαφορετικά από αυτά που ισχύουν για το κοινό επιτραπέζιο νερό. Η μόνη επεξεργασία που επιτρέπεται στο φυσικό μεταλλικό νερό είναι η αφαίρεση ή η προσθήκη διοξειδίου του άνθρακα, οπότε το νερό χαρακτηρίζεται «φυσικά ανθρακούχο», «με προσθήκη διοξειδίου του άνθρακα» ή «ενισχυμένο με αέριο της πηγής», αναλόγως την περίπτωση.




Για να κατανοήσουμε τι σημαίνει «νερό πηγής», πρέπει να… βγάλουμε από το μυαλό μας την εικόνα της πηγής και να το σκεφτούμε ως μια ενδιάμεση κατηγορία ανάμεσα στο επιτραπέζιο και το φυσικό μεταλλικό νερό. Το νερό πηγής μοιάζει με το φυσικό μεταλλικό νερό ως προς το ότι έχει οπωσδήποτε υπόγεια προέλευση, σταθερή σύσταση, δεν υφίσταται καμιά διαδικασία απολύμανσης και εμφιαλώνεται πάντα στην πηγή προέλευσής του. Διαφέρει, όμως, από το φυσικό μεταλλικό νερό ως προς το ότι οι φυσικοχημικές παράμετροί του (η σύστασή του) δεν ακολουθούν αυτές του φυσικού μεταλλικού νερού, αλλά του επιτραπέζιου, δηλαδή του κοινού πόσιμου νερού. Με άλλα λόγια, το νερό πηγής δεν είναι πλούσιο σε κάποιο μεταλλικό στοιχείο (π.χ. μαγνήσιο, ασβέστιο) ούτως ώστε να χαρακτηριστεί μαγνησιούχο, ασβεστούχο κλπ. Πάντως, το πιθανότερο είναι να δούμε το χαρακτηρισμό «νερό πηγής» σε κάποιο εισαγόμενο νερό, δεδομένου ότι τα ελληνικά εμφιαλωμένα νερά ανήκουν είτε στα φυσικά μεταλλικά είτε στα επιτραπέζια.




Στο πίσω μέρος της ετικέτας ενός εμφιαλωμένου νερού αναγράφεται η φυσικοχημική του ανάλυση, που εξαρτάται από τα πετρώματα από τα οποία διέρχεται το νερό και τα οποία το εμπλουτίζουν με οργανικά και ανόργανα συστατικά. Εάν πρόκειται για επιτραπέζιο νερό, τότε η ανάλυση θα αφορά το μέσο όρο των αναλύσεων τεσσάρων εποχών, δεδομένου ότι η φυσικοχημική σύστασή του επηρεάζεται από διάφορους κλιματικούς παράγοντες (π.χ. τις βροχοπτώσεις, που μεταβάλλουν τη στάθμη του νερού). Εάν πρόκειται για φυσικό μεταλλικό νερό, τότε η ανάλυση θα είναι μιας συγκεκριμένης ημερομηνίας, η οποία αναγράφεται στην ετικέτα. Πέρα από αυτή τη δια­φορά, τα υπόλοιπα στοιχεία που αναγράφονται στην ετικέτα ενός επιτραπέζιου και ενός φυσικού μεταλλικού νερού είναι παρόμοια, με τη διαφορά ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ υπάρχουν όρια τιμών για το επιτραπέζιο νερό, δεν υπάρχουν αντίστοιχα όρια για το φυσικό μεταλλικό νερό, επειδή ο νόμος απαγορεύει, οποιαδήποτε επεξεργασία του, εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων. Στην ετικέτα, λοιπόν, θα βρούμε λέξεις όπως «pH», «αγωγιμότητα», «στερεό υπόλειμμα», καθώς και πολλά σύμβολα χημικών στοιχείων και ενώσεων, όπως π.χ. Ca (ασβέστιο), Να (νάτριο) κλπ. Τι σημαίνει, όμως, το καθένα από αυτά;




Oλική σκληρότητα Η ολική σκληρότητα του νερού αφορά τη συγκέντρωση των αλάτων ασβεστίου και μαγνησίου – δύο απαραίτητων για τον οργανισμό μας στοιχείων. Η σκληρότητα επηρεάζεται από τα πετρώματα από τα οποία περνά το νερό και διακρίνεται σε ανθρακική (ή παροδική), που οφείλεται στα ανθρακικά άλατα του ασβεστίου και του μαγνησίου, και σε μη ανθρακική (μόνιμη), που οφείλεται στα χλωριούχα και τα θειικά άλατα του ασβεστίου και του μαγνησίου. Μεγάλες τιμές σκληρότητας δεν αποτελούν κίνδυνο για την υγεία. Αντιθέτως, έχει βρεθεί σημαντική συσχέτιση μεταξύ της αυξημένης σκληρότητας και της μείωσης των καρδιαγγειακών παθήσεων. Επιπλέον, η νομοθεσία δεν προβλέπει όρια σκληρότητας του νερού. Ωστόσο, στο νερό της βρύσης, για πρακτικούς λόγους, δεν είναι επιθυμητή η μεγάλη σκληρότητα, επειδή προκαλεί επικαθίσεις αλάτων στις σωληνώσεις και τις οικιακές συσκευές.




Νιτρικά Οι διάφορες ενώσεις του αζώτου στο νερό (αμμώνιο NH4, νιτρώδη NO2 και νιτρικά NO3) αποτελούν ενδείξεις της επιβάρυνσής του με ρύπους. Μάλιστα, πριν από την ανάπτυξη των βακτηριολογικών αναλύσεων, η μέτρηση των ενώσεων του αζώτου ήταν και ο μόνος διαθέσιμος τρόπος μέτρησης των ρύπων στο νερό. Πρακτικά, όσο μικρότερη είναι η συγκέντρωση των νιτρικών τόσο λιγότερους ρύπους φέρει το νερό, ενώ η τιμή πάνω από την οποία η συγκέντρωση νιτρικών συνιστά απειλή για την υγεία είναι τα 50 mg/l. Πάντως, τα περισσότερα νερά της αγοράς (φυσικά μεταλλικά και επιτραπέζια) έχουν συγκέντρωση νιτρικών μικρότερη από 5 mg/l. Επίσης, το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τα νιτρώδη στα φυσικά μεταλλικά νερά είναι 0,1 mg/l, ενώ στα επιτραπέζια είναι 0,50 mg/l. Όσο για το αμμώνιο, η ανώτατη επιτρεπόμενη τιμή είναι τα 0,50 mg/l, σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία 98/83.




pH Το πόσο όξινο ή αλκαλικό είναι το εμφιαλωμένο νερό που πίνουμε αποκαλύπτει η τιμή του pH (puissance hydrogen) η οποία δηλώνει τη συγκέντρωση ιόντων υδρογόνου στο νερό. Όταν η τιμή του pH είναι κάτω του 7, το νερό είναι όξινο, όταν είναι 7 το νερό είναι ουδέτερο, ενώ, όταν είναι άνω του 7 και έως 14, το νερό χαρακτηρίζεται αλκαλικό. Συγκριτικά αναφέρουμε ότι το pH του ξιδιού κυμαίνεται στο 2,5, της ντομάτας στο 3,5, του καφέ στο 4,5 και της μαγειρικής σόδας στο 8,5. Τα επιτρεπόμενα όρια του pH στο επιτραπέζιο νερό είναι 6,5-9,5, ενώ για το φυσικό μεταλλικό νερό η πιο πρόσφατη κοινοτική οδηγία (2003/40) δεν αναφέρει όρια. Να ξέρετε, επίσης, ότι τα ανθρακούχα νερά (είτε με προσθήκη CO2 είτε τα φυσικώς ανθρακούχα) είναι πιο όξινα από τα μη ανθρακούχα. Επιπλέον, ένας ακόμη δείκτης της αλκαλικότητας του νερού είναι η ανθρακική ρίζα CO3, μια ιδιαίτερη μορφή του άνθρακα μέσα στο νερό, που είναι παρούσα όταν το pH υπερβαίνει το 8,2 ( και αναγράφεται στην ετικέτα).



Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι τα νερά μας είναι εξαιρετικής ποιότητας. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τα φυσικά μεταλλικά νερά, αλλά και για τα επιτραπέζια, που ουσιαστικά είναι εμφιαλωμένο νερό δικτύου (άλλωστε, το νερό του δικτύου της Αττικής είναι από τα καλύτερα της Ευρώπης, τη στιγμή που οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να πιουν το δικό τους νερό βρύσης και καταφεύγουν στα εμφιαλωμένα). Επιπλέον, τα ελληνικά φυσικά μεταλλικά νερά, εν αντιθέσει με αυτά που προέρχονται από την υπόλοιπη Ευρώπη, είναι ολιγομεταλλικά, δηλαδή πιο «ελαφριά». Στην Ευρώπη τα περισσότερα φυσικά μεταλλικά νερά είναι πλούσια σε άλατα – γι’ αυτό και συστήνεται η εναλλαγή στην κατανάλωσή τους και όχι η προτίμηση αποκλειστικά μιας μάρκας, ούτως ώστε να αποφευχθεί μακροπρόθεσμα η συσσώρευση αλάτων στον οργανισμό. Αυτό όμως δεν ισχύει για τα ελληνικά φυσικά μεταλλικά νερά, τα οποία, εκτός του ότι είναι ολιγομεταλλικά, έχουν και μικρές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους όσον αφορά την περιεκτικότητά τους σε μεταλλικά στοιχεία.






Στην ετικέτα ενός εμφιαλωμένου νερού αναγράφονται οι τιμές της αγωγι­μότητας και του στερεού υπολείμματος – δύο δεικτών που αποκαλύπτουν έμμεσα πόσο πλούσιο σε μέταλλα είναι το νερό.
Aγωγιμότητα Όσο μεγαλύτερη είναι η συγκέντρωση των μεταλλικών στοιχείων στο νερό, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αγωγιμότητά του (δηλαδή η ικανότητά του να άγει το ηλεκτρικό ρεύμα). Το επιτρεπόμενο ανώτατο όριο της αγωγιμότητας είναι το 2.500 μS/cm, μετρημένη στους 20° C, για τα επιτρα­πέζια νερά, ενώ για τα φυσικά μεταλλικά νερά δεν ορίζεται όριο. Ωστόσο, το γεγονός ότι η τιμή της αγω­γι­μό­τητας σε αρκετά εμφιαλωμένα νερά μπορεί να έχει μετρηθεί σε άλλη θερμοκρασία (π.χ. στους 25° C) δυσκολεύει τη μεταξύ τους σύγκριση.
Το στερεό υπόλειμμα αναφέρεται στην περιεκτικότητα του νερού σε σωματίδια (π.χ. ανθρακικά άλατα), που παραμένουν μετά την εξάτμιση του νερού σε θερμοκρασία 105° C ή 180° C. Χάρη στη μέτρηση του στερεού υπολείμματος, ένα φυσικό μεταλλικό νερό χαρακτηρίζεται, λόγου χάρη, «χαμηλής περιε­κτικότητας σε άλατα», «πλούσιο σε ανόργανα άλατα» κλπ. Ωστόσο, στις ετικέτες των εμφιαλωμένων νερών το στερεό υπόλειμμα δεν μετράται πάντα σε αυτές τις θερμοκρασίες αναφοράς, γεγονός που δυσχεραίνει τη σύγκριση. Πάντως, το στερεό υπόλειμμα συνιστάται να είναι μικρότερο των 500 mg/l για το επιτραπέζιο νερό, ενώ για το φυσικό μεταλλικό νερό δεν υπάρχει αντίστοιχο όριο.



Η εικόνα μάς είναι γνώριμη. Κούτες εμφιαλωμένα νερά σκεπασμένα με μουσαμάδες και εκτεθειμένα στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού, για δύο ή τρεις ημέρες, μέχρι να μπουν στο ψυγείο, από όπου θα τα αγοράσουμε για να δροσιστούμε. Το πρόβλημα είναι ότι η έκθεση του εμφιαλωμένου νερού σε τόσο υψηλές θερμοκρασίες μπορεί να αυξήσει το μικροβιακό του φορτίο, οπότε τελικά το νερό που πίνουμε μεταβάλλεται από π.χ. ασβεστούχο σε «μικροβιούχο». Μέχρις ότου αρχίσουν να γίνονται συστηματικοί έλεγχοι όσον αφορά τις συνθήκες φύλαξης των εμφιαλωμένων νερών στα σημεία διανομής και πώλησής τους, λοιπόν, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, ως καταναλωτές, είναι να προσέχουμε από πού αγοράζουμε νερό.






Τα φυσικά μεταλλικά νερά παρέχουν πολύτιμα μέταλλα και ιχνοστοιχεία που, ανάλογα με τη συγκέντρωσή τους, χαρακτηρίζουν και το νερό, π.χ. ως μαγνησιούχο, κατάλληλο για δίαιτα φτωχή σε νάτριο, ασβεστούχο, οξυανθρακούχο κλπ. Ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε ότι ο νόμος απαγο­ρεύει να αναγράφονται στην ετικέτα ενός φυσικού μεταλλικού νερού ενδείξεις που του αποδίδουν θεραπευτικές ιδιότητες ή φράσεις σχετικές με την επίδρασή του στις ­λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού. Θεραπευτικές ιδιότητες αποδίδονται μόνο στο ιαματικό νερό που είναι κατάλληλο για λουτροθεραπεία και ποσιθεραπεία στην περιοχή από όπου αναβλύζει. Εντούτοις, είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα μεταλλικά στοιχεία που περιέχονται στο φυσικό μεταλλικό νερό (αλλά και στο επιτραπέζιο νερό, καθώς και σε πλήθος τροφίμων, κυρίως φρούτων και λαχανικών) είναι απαραίτητα για τον οργανισμό μας και έχουν ευεργετική δράση στην υγεία μας. Tα κύρια συστατικά του φυσικού μεταλλικού νερού τα οποία αναγράφονται στην ετικέτα είναι:
Είναι ένας από τους σημαντικότερους ηλεκτρολύτες που συμβάλλει στο ισοζύγιο των υγρών του οργανισμού, ενώ συμμετέχει και στη σύσπαση των μυών. Ωστόσο, η υπερβολική κατανάλωση νατρίου συνδέεται με την υπέρταση, για τη ρύθμιση της οποίας συστήνεται η αποφυγή του. Σε κάθε φυσικό μεταλλικό νερό με περιεκτικότητα νατρίου μικρότερη από 10 mg/l επιτρέπεται να αναγράφεται στην ετικέτα ότι «είναι κατάλληλο για δίαιτα χαμηλή σε νάτριο».
Είναι απαραίτητο για τη ρύθμιση της ενυδάτωσης των κυττάρων και τη διατήρηση του ισοζυγίου των υγρών στον οργανισμό μας. Επίσης, συμβάλλει στη μετάδοση των νευρικών ώσεων (σημάτων) μεταξύ των νευρώνων, καθώς και στη σύσπαση των μυών.
Είναι ένα από τα σημαντικότερα μέταλλα, δεδομένου ότι αποτελεί βασικό δομικό συστατικό των οστών και των δοντιών. Παράλληλα, συμμετέχει στη λειτουργία των μυών και στη μετάδοση των σημάτων μεταξύ των νεύρων. Το ασβέστιο που περιέχεται στο νερό έχει καλή βιοδιαθεσιμότητα (δηλαδή αξιοποιείται πλήρως από τον οργανισμό μας) και μπορεί να συμβάλει στη συνολική ημερήσια πρόσληψη ασβεστίου.
Συμβάλλει στην καλή λειτουργία των μυών και των νεύρων, ενώ μαζί με το ασβέστιο συμβάλλουν στην καλύτερη λειτουργία της καρδιάς. Σε υψηλές συγκεντρώσεις, το μαγνήσιο έχει καθαρτική και διουρητική δράση.
Αποτελεί συστατικό του υδροχλωρικού οξέος του στομάχου. Mαζί με το νάτριο συμβάλλουν στη διατήρηση της ισορροπίας των υγρών στο σώμα μας.
Συμβάλλει στη διατήρηση της οξύτητας του πεπτικού συστήματος και διευκολύνει την πέψη.
Είναι συστατικά των κυτταρικών μεμβρανών, καθώς και πολλών ενζύμων του οργανισμού μας.
Υπάρχει, κυρίως, σε νερά που διέρχονται από πετρώματα πλούσια σε άλατα σιδήρου. Ο σίδηρος είναι συστατικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων, υπεύθυνων για τη μεταφορά του οξυγόνου στους ιστούς. H επαρκής πρόσληψή του συμβάλλει στην πρόληψη της σιδηροπενικής αναιμίας.
Συμβάλλει στην ελαστικότητα των αρτηριακών τοιχωμάτων.


Οι ενδείξεις… βάσει νόμου
Η νομοθεσία έχει βάλει όρια στο τι μπορεί να αναγράφεται και τι όχι στις ετικέτες των φυσικών μεταλλικών νερών, για την προστασία του καταναλωτή από την παραπλανητική διαφήμιση. Τι σημαίνουν οι ενδείξεις στην ετικέτα;



Ένδειξη Ερμηνεία
<Χαμηλή περιεκτι- › η περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα (στερεό υπόλειμμα)/td>
κότητα σε άλατα θα πρέπει να είναι μικρότερη από 500 mg/l
Πολύ χαμηλή περιε- › η περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα (στερεό υπόλειμμα)
κτικότητα σε άλατα θα πρέπει να είναι μικρότερη από 50 mg/l
Πλούσιο σε › η περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα (στερεό υπόλειμμα)
ανόργανα άλατα θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 1.500 mg/l
Νατριούχο › η περιεκτικότητα σε νάτριο θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 250 mg/l
Κατάλληλο για δίαιτα › η περιεκτικότητα σε νάτριο θα πρέπει να είναι μικρότερη από 20 mg/l
φτωχή σε νάτριο
Οξυανθρακικό › η περιεκτικότητα σε όξινα ανθρακικά άλατα θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 600 mg/l
Θειικό › η περιεκτικότητα σε θειικά άλατα θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 200 mg/l
Χλωριούχο › η περιεκτικότητα σε χλωριούχα άλατα θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 200 mg/l
Ασβεστούχο › η περιεκτικότητα σε ασβέστιο θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 150 mg/l
Μαγνησιούχο › η περιεκτικότητα σε μαγνήσιο θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 50 mg/l
Φθοριούχο › η περιεκτικότητα σε φθόριο θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 1 mg/l
Σιδηρούχο › η περιεκτικότητα σε δισθενή σίδηρο θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 250 mg/l
Υπόξινο › η περιεκτικότητα σε διοξείδιο του άνθρακα θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 250 mg/l





Ευχαριστούµε για τη συνεργασία την κ. Λιάνα Πούλια, κλινική διαιτολόγo-διατροφολόγο, τον δρ. ∆ηµήτρη Αλεξάκη, γεωλόγο-γεωχηµικό, επιστηµονικό συνεργάτη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών, τον κ. Μανασή Μήτρακα, επίκουρο καθηγητή του τµήµατος Χηµικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, και την κ. Αργυρώ Κουφογιαννάκη, προϊσταµένη του τµήµατος Α΄ Περιβάλλοντος στο Γενικό Χηµείο του Κράτους.